Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Νικηφόρος Βρεττάκος «Ο Αγρός των λέξεων»

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

''ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ'',ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ:
Yποθέτοντας ότι είστε ο πρωτομάστορας  να γράψετε σελίδες του ημερολογίου του με βάση τα γεγονότα του κειμένου. 
Σχολικό έτος 2019-20

 Άρτα, 19 Μαρτίου
   Αγαπητό μου ημερολόγιο,
 Σήμερα δεν σου έχω καλά νέα.Ήμουνα που λες αποταχύ στο γιοφύρι και το χτίζαμε με τους μαστόρους.Δυστυχώς η γυναίκα μου κατέφθασε νωρίς και τέλος πάντων μετά από μια διαδικασία,θυσιάστηκε.Δεν θέλω να μπαίνω σε λεπτομέρειες,διότι με στεναχωρούν πολύ.Μόλις γύρισα σπίτι,άρχισαν να μπαίνουν αμφιβολίες στον νου μου.Μήπως να κοίταζα το δικό μου καλό και της οικογένειάς μου;Μετά από πολύ σκέψη όμως κατάλαβα ότι έπραξα σωστά διότι σαν σωστός πρωτομάστορας έπρεπε να κοιτάξω το κοινό καλό,όπως και έκαμα.Επίσης,το θετικό είναι ότι η πόλη θα πίνει νερό στο ονομά μου και ακόμη και σε εκατό χρόνια ο κόσμος θα μιλάει για την καλή μου πράξη.
     Μα όλα αυτά ημερολόγιό μου,δεν γεμίζουν το κενό μέσα μου.Μου λείπει!Το σπίτι είναι άδειο χωρίς αυτήν.Ελπίζω ο καιρός να επουλώσει τις πληγές μου,γιατί δεν θα αντέξω.Σε κανέναν να μην του τύχει να βρεθεί σε τέτοια θέση!Συγχώρα με γυναίκα!

                                                                                             Τζίμα Ευδοξία-Χριστίνα Γ3
 Σχολικό έτος 2018-19                                          
Ημερολόγιό μου ,
Συνταρακτικά γεγονότα συνέβησαν σήμερα στο χώρο όπου δουλεύω, το γιοφύρι , όπως και εσύ γνωρίζεις . Για να μην στα πολυλογώ, θα ξεκινήσω να σου εξιστορώ τα γεγονότα με όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορώ, μήπως και υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον κόσμο, που καταλάβει τις δύσκολες ώρες αβάσταχτου πόνου και στενοχώριας που πέρασα
Σήμερα λοιπόν, σαν χάραξε το πρώτο φως της μέρας, πλύθηκα, ντύθηκα και αποχαιρέτησα τη γυναίκα μου δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο,  λες και ήξερα, ότι θα ήταν το τελευταίο και πήρα τον δρόμο για το γιοφύρι . Σκεφτόμουν ,άλλη μια μέρα θα είναι που αφού χτίσουμε το γιοφύρι εγώ, οι μάστορες και οι μαθητάδες, αυτό θα ξαναγκρεμιστεί με το που πέσει ο ήλιος και έτσι ο σημερινός μας κόπος πάλι θα πάει χαμένος . Για τον λόγο αυτό δεν είχα και την καλύτερη διάθεση…
Μετά από 5-10 λεπτά δρόμου , φτάνω εκεί και πιάνω δουλειά . Δώστου ο ένας  τις πέτρες, δώστου ο άλλος με τις λάσπες, κουραστήκαμε ! Πάνω λοιπόν που είχαμε σχεδόν φτιάξει τα θεμέλια του γιοφυριού, πουλάκι εδιάβη με ανθρώπινη λαλιά και άρχισε να μας μιλάει . Εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις , νόμιζα ότι έχασα τα λογικά μου . Πουλάκι έρχεται και μας μιλά ; Αμέσως σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι οιωνός , όπως γινόταν στα αρχαία χρόνια και να θέλει να μας δώσει χρησμό. Και όντως είχα δίκιο . Μα που να ήξερα ότι αυτό που θα μας πει θα ήταν καταστροφικό για τη δική μου τη ζωή.
Μας λέει λοιπόν «αν θέλετε το  γιοφύρι αυτό να χτιστεί και να στεριώσει, θα πρέπει να στοιχειώσετε άνθρωπο και όχι ορφανό , ούτε ξένο , ούτε διαβάτη ,μα άνθρωπο αγαθό και ντόπιο» . Μα ποιον αναρωτιόμασταν εμείς  Χωρίς καν να ολοκληρώσουμε τη σκέψη μας, μας απαντά.«« Τη γυναίκα του πρωτομάστορα, θα πρέπει να στοιχειώσετε σε τούτο το γιοφύρι ». Δεν πίστευα στα μάτια μου , ούτε στα αυτιά μου! Γιατί τη δική μου τη γυναίκα . Εκείνη τη στιγμή , ήθελα να πεθάνω ! Μα αφού δεν είχα άλλη επιλογή , ζήτησα από τον αγγελιαφόρο να πει στην πολυαγαπημένη μου λυγερή να στολιστεί , να πλυθεί και να έρθει αργά-αργά, καμαρωτή-καμαρωτή στης Άρτας το γιοφύρι . Έλα όμως που το πουλάκι παράκουσε και αλλιώς επήγε και είπε «γρήγορα  ντύσου , γρήγορα άλλαξε και γρήγορα έλα στο γιοφύρι».
Οι ελπίδες μου μήπως η θυσία καθυστερήσει και ματαιωθεί έγιναν στάχτη  . Πέντε λεπτάκια πέρασαν και τη βλέπω να προχωρά στην άσπρη στράτα .Εκείνη τη στιγμή , ήθελα να ξεσπάσω σε λυγμούς , να πάω να της πω όλη την αλήθεια . Μα δεν μπορούσα . Όπως πάντα ευδιάθετη , χαρούμενη , κοινωνική και πρόσχαρη μας χαιρετά . Μα  με το που με βλέπει καταλαβαίνει , ότι είμαι στενοχωρημένος . Τόση αγάπη και κατανόηση είχε απέναντι μου . Αχχ… και οι μαθητάδες της μετέφεραν πως εγώ είμαι στενοχωρημένος για το δαχτυλίδι που έπεσε στην πρώτη την καμάρα . Που να’ ξερε η αγαπημένη μου τι την περίμενε!
Γεμάτη αφέλεια , βουτά στα θεμέλια για να βρει αυτό το δαχτυλίδι , μα τίποτα δεν έβρισκε . Προτού προλάβει να φωνάξει να τη βγάλουμε έξω, η [[θυσία]] είχε ήδη ξεκινήσει .Πώς το ’κανα εγώ αυτό , πώς τόλμησα να κοροϊδέψω τη μονάκριβη μου… πώς... Δεν είχα κουράγιο να αντιμετωπίσω όλο αυτό . Μα εγώ ήμουν ο πρωτομάστορας και έπρεπε να ρίξω τον μέγα λίθο .Αλίμονο στη δουλειά μου! Και εκείνη τη στιγμή αρχίζει η όμορφη μου να μοιρολογεί . Υπενθυμίζοντάς μας πως τρεις αδερφές είναι και οι τρεις κακογραμμένες , αφού έχουν δώσει τη ζωή τους σε αλλά γιοφύρια .Μα ποιος να φανταστεί ότι το μοιρολόγι της θα μετατραπεί σε βαθιά κατάρα , η οποία τόνιζε πως όποιος τολμήσει να διαβεί το γιοφύρι αυτό θα πεθάνει . Ξέχασε όμως πως είχε έναν αδερφό και πως αν τύχαινε να περάσει αυτός από το γιοφύρι , θα’ βρισκε το θάνατο . Και αμέσως την κατάρα άλλαξε εξαιρώντας τον πολυαγαπημένο της αδερφό .Ούτε μια φορά δεν με κατηγόρησε η νεράιδα μου!
Δεν νομίζω  να μπορούσε να συμβεί και κάτι άλλο στη σημερινή μέρα . Μα την αυριανή δεν τη βλέπω να ξημερώνει . Ατέλειωτη μου φαίνεται η νύχτα χωρίς τη λυγερή μου. Τι θλίψη , δεν θα την ξαναδώ ποτέ . Καληνύχτα λοιπόν ημερολόγιο μου, ευχήσου μου να έχω κουράγιο και δύναμη , χωρίς τη λυγερή μου !
ΡΗΤΑ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ (ΕΡΙΚΑ) Γ3

 Σχολικό έτος  2017-18
                   Άρτα, Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1602


Το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, τριγυρνούσαν όλα στο μυαλό μου.

Η θέση της στο κρεβάτι δίπλα μου άδεια, σαν τη ζωή μου από εδώ και πέρα.

Σήμερα το πρωί δεν άκουσα τη γλυκιά της φωνή να με καλημερίζει. Νιώθω ότι μαζί της έχασα και ένα κομμάτι του εαυτού μου.

           Δε θα ξεχάσω το βλέμμα της, τον τρόπο που με κοίταξε, την απορία της. Κι εγώ έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Δεν άντεχα. Την ξεγέλασα, αλλά τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Όλη η πόλη βασιζόταν πάνω μου. Την ξεγέλασα και αυτή πάντα πρόθυμη να βρει τη βέρα μου, να στηρίξει τη ζωή μου. Τώρα στηρίζει το γεφύρι για τους περαστικούς. Δε θα μπορούσα όμως να κάνω κάτι άλλο. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη γυναίκα μου και στο καλό της πόλης.

       Κάθε φορά που θα περνάω από εκεί εκείνη θα σκέφτομαι. Τα νιάτα της, την ομορφιά της που θάφτηκαν κάτω από τις πέτρες…

Δίκαια και η κατάρα της.
Ας με συγχωρήσει ο Θεός.

Γιώργος Ξενικός , Γ2 τάξη.

                                           
                                                       Άρτα, Πέμπτη 6 Απριλίου 1602, αργά το βράδυ

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Η απουσία της είναι ανυπόφορη, το κρεβάτι δίπλα μου κενό και το μυαλό μου περιτριγυρίζεται από σκέψεις. Η σημερινή μέρα ήταν ίσως η δυσκολότερη αλλά και η χειρότερη που είχα πότε μου.

Οι κόποι όλων μας πήγαιναν χαμένοι με το γεφύρι να γκρεμίζεται τη νύχτα. Ήξερα ότι κάτι έπρεπε να γίνει, όμως δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό.Τότε μας πλησίασε εκείνο το πουλί και μας μίλησε με ανθρώπινη φωνή για να μας δώσει τη λύση που ζητούσαμε. Για μια στιγμή μια σπίθα ελπίδας άναψε μέσα μου. Πίστεψα πως βρήκαμε τη λύση που ζητούσαμε. Όταν όμως το πουλί μας αποκάλυψε πως ο μόνος τρόπος για να ολοκληρωθεί το γεφύρι ήταν η στοιχείωση της γυναίκας μου, της γυναίκας που τόσο αγαπούσα, η καρδιά μου ράγισε. Δεν μπορούσα όμως να κάνω αλλιώς. Ολόκληρη η πόλη στηριζόταν πάνω μου. Έτσι την ξεγέλασα κι εκείνη έτρεξε να κάνει αυτό που της ζητήθηκε για να με δει χαρούμενο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τελευταίο της βλέμμα όταν κατάλαβε τι πρόκειται να συμβεί, τον θυμό και την απορία της.

Η εικόνα του άδειου σπιτιού είναι αβάσταχτη. Όλη τη μέρα τριγυρνάω από εδώ κι από κει ξέροντας πως δεν θα γυρίσει. Ξέροντας πως όλα έχουν χαθεί, πως δεν θα με καλημερίσει το πρωί με τη γλυκύτατη φωνή της, πως όταν γυρίσω δεν θα τη βρω να με περιμένει με το χαμόγελό της να φωτίζει το δωμάτιο. Κάθε φορά που περνάω από εκείνο το καταραμένο μέρος μόνο εκείνη σκέφτομαι. Τα νιάτα της, την ομορφιά της, τη καλοσυνάτη καρδιά της και την εξυπνάδα της που εγώ ο ίδιος έθαψα κάτω από τις πέτρες.

Δε την αδικώ για το θυμό και την οργή της ούτε και για την κατάρα της γιατί εγώ τα δημιούργησα όμως τώρα δεν μου μένει τίποτα να κάνω, δεν μπορώ.
                                                                                                                                                                         
                                                                                                                                                                         Αλίκη Λεοντίου, τάξη Γ΄2


ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016-17
                                                     Άρτα, Τρίτη 5-5 -1600, αργά                                                                           το απόγευμα,

Αγαπητό μου ημερολόγιο, 
Σήμερα ήταν μία από τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής μου. Δούλευα, όπως κάθε μέρα, στο γεφύρι με τους μάστορες και τους μαθητάδες, ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε και το θέμα – πρόβλημα που μας παιδεύει τόσα χρόνια: για ποιο λόγο το γιοφύρι που χτίζουμε την ημέρα γκρεμίζεται και γίνεται ένας σωρός από πέτρες τη νύχτα;
Ξάφνου ένα πουλί στάθηκε αντίκρυ στο ποτάμι και μας απευθύνθηκε με ανθρώπινη μιλιά. Παράξενο, ανεπάντεχο γεγονός, θεϊκό σημάδι, υποπτεύθηκα. Δίχως κανείς να βγάλει άχνα  ακούγαμε με απορία και προσοχή όλα όσα μας είπε. Μόλις τελείωσε το λόγο του, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, καθώς τα λόγια του ... πικρά μου φάνηκαν. Μας έδωσε συμβουλή σαφή, που θα  έδινε τη λύση στον προβληματισμό μας, αλλά η καρδιά μου ράγισε. Έπρεπε να θυσιάσω την όμορφή μου γυναίκα, για να στεριώσει το γεφύρι. Πόσο δύσκολο πράγμα να γίνουν ένα οι πέτρες με τους ανθρώπους; Παραμέρισα τα συναισθήματά μου και, ως ο πρωτομάστορας του γεφυριού,  παρακάλεσα το πουλί να πάει και να πει στη γυναίκα μου να' ρθει κατά 'κεί αργά. Είχα δίλημμα μεγάλο: να αδιαφορήσω για όσα το πουλί παρήγγειλε ή να υπολογίσω περισσότερο το καθήκον μου προς την κοινωνία; Παράκουσε όμως το πουλί και σε διάστημα μικρό βλέπω αντίκρυ μου τη λυγερή. Να μιλήσω δεν μπορούσα. Αχ! ... αν μπορούσα να αλλάξω αυτό που θα γινόταν! Με κόλπο καταφέραμε στα θεμέλια να την κατεβάσουμε. Ακούγοντάς τη να με φωνάζει τόσο γλυκά μου' ρθε να την φέρω επάνω. Η απόφαση όμως είχε παρθεί και κόντρα στα θέσφατα και το πεπρωμένο κανείς δεν αντιστέκεται. Αρχίσαμε, λοιπόν, να τη χτίζουμε και τα δάκρυά μου γίνονταν ένα με τη λάσπη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη, εξοργισμέμη μας καταριόταν.  Και τούτη την αθλιότατη και πολύ δύσκολη ώρα έδειξε την καλοσύνη και τη μεγαλοψυχία της: μετάνιωσε για τις κατάρες της  και αποδέχθηκε τη μοίρα της, αφού ήξερε να σκέφτεται μαζί με τους άλλους και για το καλό των άλλων. Στοιχειώσαμε τη γυναίκα μου, για να στεριώσει το γεφύρι. Ο μισός μου εαυτός νιώθει ικανοποιημένος για την τέλεση του έργου, αλλά ο υπόλοιπος νιώθει κενός, θλιμμένος! Έχασα τη γυναίκα μου! Κια πώς συνεχίζεται η ζωή μου χωρίς αυτή;

Κάκου Ραφαέλα, Γ3.


                                                                   Άρτα 1600

   Σήμερα γράφω σε σένα ημερολόγιό μου τον πόνο μου που πουθενά αλλού δεν μπορώ να ειπώ. 
Έχασα την λυγερή μου, την γυναίκα μου. Επόθανε για να στεριώσει το γιοφύρι που προσπαθούσαμε να στεριώσουμε  45 μάστοροι και 60 μαθητάδες. Το γεφύρι αυτό της Άρτας που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που ανέλαβα να το χτίσω. Τώρα στα θεμέλιά του βρίσκεται η τσούπρα μου.
   Σκώθηκα του προυγακ', τράω για δουλειά,  και 'κει που ματσλούσα το κολατσό μου έρχεται  και κάθεται  απέναντί μου ένα πριζάρ που λαλούσε ανθρώπινη γλώσσ  κι  μας ειπ' πως έπριπι να ποθάνει η γυναίκα μου για να στεριώσει το γιοφύρι. Έτσι και γω δεν  είχα άλλη επιλογή από το να ακολουθήσω την μοίρα της. Το πρόσταξα λοιπόν να τράει στην τσούπρα μου και να της πει να ντυθεί αγάλι αγάλι να 'ρθει στο γιοφύρι αλλά αυτό  το αναθεματισμένο παράκουσε και αντί για αργά της είπε γοργά. Δεν πρόφτασα και 'γω να το καταλάβω ώσπου να σου την καλοντυμένη και χαρούμενη ξεπρόβαλε από το  λόφο. Οι μάστορες άρπαξαν την ευκαιρία και την ξεγέλασαν λέγοντάς της πως η βέρα μου είχε πέσει στην πρώτη καμάρα του γιοφυριού κι εκείνη όπως πάντα πρόθυμη βούτηξε  να τη βρει. Είχε έρθει η ώρα, έπρεπε ο χρησμός του πουλιού να εκπληρωθεί. Μόλις όμως κατάλαβε την απάτη τον μαστόρων καταράστηκε το γιοφύρι μα όταν σκέφτηκε το κακό που θα μπορούσε να προκαλέσει στον  πολύτιμο ξενιτεμένο της αδερφό άλλαξε την κατάρα σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με ευχή.
   Προσεύχομαι στην Παναγία και τον Χριστό να αναπαύσουν την ψυχούλα της και να με συγχωρέσουν για το κακό που της προκάλεσα. Ελπίζω αύριο να ξημερώσει μια καλύτερη μέρα για όλους μας ...

 Αλίκη Κολοκυθά, Γ3

Το ημερολόγιο του πρωτομάστορα
Το να γράψεις τι έγινε σήμερα δεν είναι εύκολο. Μερικά πράγματα δύσκολα γίνονται λέξεις. Ίσως σήμερα να αντιμετώπισα τέτοια πράγματα. Μα ο δάσκαλός μου από την πόλη των Ιωαννίνων, που μου έμαθε τη τέχνη μου και τα γράμματα, μου είπε να γράφω κάθε μέρα. έτσι θα κάνω και σήμερα.


Είναι μέρες τώρα που γράφω για το αναθεματισμένο εκείνο γεφύρι, που δεν στεριώνει με κανένα τρόπο και κανέναν κόπο.


Έτσι λοιπόν και τη σημερινή πρωία αυτό γυρνούσε στο μυαλό μου. Ζαλγκώθηκα λοιπόν από νωρίς τα εργαλεία μου και πήγα στην δουλειά μου.


Εκεί λοιπόν, μετά  από λίγο, στάθηκε ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά και κακά μαντάτα μου έφερε. Είπε πως για να στεριώσει το γιοφύρι θα έπρεπε εγώ, ο ίδιος , να σκοτώσω τη γυναίκα μου. Θα έπρεπε δηλαδή να δώκω τη λυγερή θυσία στα στοιχειά του τόπου. Τον λόγο του γοργά τον ετελείωσε κι όλοι γύρω άρχισαν εμένα να κοιτούν. Εμένα τον δύσμοιρο που τα ποδάρια μου λυγίσαν, το στομάχι μου σφίχτηκε, πρώτη φορά που ένιωσα έτσι.  Και πως να πήγαινα στην λυγερή που αλλιώς δε μπόρεγα να κάμω. Ξεκίνησα να κάμω το πρώτο βήμα ενώ η ζαλάδα τα σκοτείνιαζε όλα. Μήτε έπεσε μήδε στάθηκα μα περπατώντας γύρισα σπίτι.


Έφτασα γρήγορα. Ο δρόμος είναι μικρός απ’ το γιοφύρι ως το σπίτι. Μόλις μπήκα μέσα την είδα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού ως συνήθως. Με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ. Πήρα ανάσα βαθιά και της είπα να ντυθεί αργά και σιγά σιγά να κατεβεί στο γιοφύρι. Όμως το μαυροπούλι άλλαξε την εντολή μου. Κι έτσι η γυναίκα μου γρήγορα ντύθηκε και ήρθε αμέσως στο γιοφύρι.
Όταν έφτασε περιποιημένη, έχοντας διώξει τη σκόνη και τη κούραση από τη δουλειά, έλαμπε από ομορφιά. Βάλθηκα λοιπόν να την κοιτάζω. Μα δεν άργησε η ιδέα του θανάτου να φανεί και με ξανάπιασε η λύπη. Της είπαν  οι άλλοι, πως δήθεν μου έπεσε η βέρα μέσα στο γιοφύρι και πως γι’ αυτό είμαι έτσι, λυπημένος. Εγώ δεν έβγαλα κουβέντα. Την είδα           σιγά - σιγά να κατεβαίνει στο γεφύρι με το σκοινί δεμένη. Και να ψάχνει για τη βέρα. Μα η βέρα, όπως όλοι καλά ξέραμε, έκτος από αυτή, δεν ήταν πουθενά. Τότε  λοιπόν μου φάνηκε πιο όμορφη, από ποτέ άλλοτε, την λυπήθηκα πραγματικά. Όμως οι ευθύνες, οι ευθύνες μου απέναντι στο χωριό και η ιδέα της ντροπής που θα ‘νιωθα μπροστά στους συγχωριανούς, στα παιδιά που θα έκανα, στην ίδια τη γυναίκα μου με έπεισαν. Έπρεπε να θυσιαστεί. Παίρνω τότε τη πρώτη πέτρα και τη ρίχνω πάνω της. Και μαζί με τους άλλους μαστόρους αρχίσαμε να τη χτίζουμε.


Εκείνη άρχισε να βλασφημά τη μοίρα της. Μα εμείς ούτε το καταραμένο γιοφύρι δεν την αφήσαμε να καταραστεί.  Της θυμίσαμε τον αδερφό της στην ξενιτιά κι ότι αν τύχει και περάσει θα πέσει στη κατάρα της. Αυτή μυαλωμένη που ήταν την άλλαξε.


Όταν η δουλειά μας τελείωσε είχε ήδη νυχτώσει. Το γιοφύρι ασάλευτο ήταν στη θέση του. Αφού είχε χορτάσει με την ψυχή. Κάθισα λίγο και μετά σιγά - σιγά γύρισα σπίτι.Και τώρα με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω πως, τα γράφω όλα στο χαρτί. Σε λίγο θα πέσω για ύπνο. Δεν έμεινε και τίποτε να κάνω. Το σπίτι είναι πιο άδειο από πότε.


                     
Τέλος

Μπέσης Παναγιώτης, Γ3   
















1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.