Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Νικηφόρος Βρεττάκος «Ο Αγρός των λέξεων»

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

''Εκπαιδεύοντας τον παππού στο Διαδίκτυο'' Διαγωνισμός του Ελληνικού κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου

Ο Παππούς Πέτρος και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής
Ο παππούς Πέτρος  περνάει πολύ ώρα μόνος του.
Ο γιός του προσπαθεί να τον μυήσει στα μυστικά μιας καινούργιας ηλεκτρονικής μηχανής που ονομάζεται ηλεκτρονικός υπολογιστής και θα τον βοηθήσει όπως λέει "να σκοτώσει τον χρόνο του".
Ο παππούς Πέτρος στην αρχή είχε τις αμφιβολίες του τελικά ,όμως άρχισε να συμφωνεί με την ιδέα.
Έτσι ένα απόγευμα κάθισαν μαζί πατέρας και γιός απέναντι στο μηχάνημα με την μικρή οθόνη έτοιμοι να ξεκλειδώσουν τα μυστικά του.
Γιός: Κάτσε πρώτα να ανοίξουμε τον υπολογιστή
Παππούς Πέτρος: Είσαι σίγουρος;
Γιός: Τι εννοείς;
Παππούς Πέτρος: Ε να ,θα πρέπει να πάρουμε πένσες κατσαβίδια, να προσέξουμε μη χαλάσουμε κάτι, μη χάσουμε κάτι.
Γιός: Όχι να τον ανοίξουμε στα δύο, να τον βάλουμε σε λειτουργία
Παππούς Πέτρος: Τι να κάνει ο υπολογιστής στην εκκλησία;
Γιός: Εννοώ απλώς να τον βάλουμε να δουλεύει
Παππούς Πέτρος: Πες το έτσι βρε!
Γιός: Ωραία. Πιάσε το ποντίκι
Παππούς Πέτρος: Τι; Εμείς εδώ γιε μου είμαστε καθαροί άνθρωποι. Δεν ξέρω για τι μας πέρασες!
Γιός: Δεν εννοούσα αυτό. Εννοούσα να πιάσεις αυτό το εξάρτημα. (Δείχνει το ποντίκι)
Παππούς Πέτρος: Τώρα κατάλαβα ωραία. Τώρα τι κάνω.
Γίος: Ανοίγεις παράθυρο
Ο Παππούς Πέτρος σηκώνεται και ανοίγει το παράθυρο
Παππούς Πέτρος: Δεν κάνει όμως λίγο κρύο για να ανοίξουμε παράθυρο
Γιός: φυσικά αφού είναι χειμώνας (εκνευρισμένος) . Στον υπολογιστή θέλω να πώ.
Παππούς Πέτρος: Καλά ντε μη θυμώνεις.
Ο Παππούς Πέτρος με δυσκολία ανοίγει το παράθυρο
Γιός: Με αυτό το πρόγραμμα κάνεις αριθμητικές παραστάσεις
Παππούς Πέτρος: Δεν είμαι εγώ για το θέατρο αγόρι μου
Γιός: Καλά άστο. Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις το διαδίκτυο; Να μπούμε στο email ας πεις
Ο Παππούς Πέτρος: (παραξενευμένος) Ότι πεις!
Γιός: Άνοιξε νέο παράθυρο
Παππούς Πέτρος: Νομίζω ότι τα παράθυρα είναι αρκετά. Πού να τρέχουμε τώρα να ανοίγουμε καινούργια παράθυρο άλλωστε το φως είναι ήδη πολύ.
Γιός: Μπαμπά τα είπαμε (θυμωμένος).
Παππούς Πέτρος: Ααα ναι τώρα θυμήθηκα!
Γιός: Δε θα ανεχτώ άλλο λάθος
Παππούς Πέτρος: Μην ανησυχείς
Γιός: Άνοιξε νέο παράθυρο
Παππούς Πέτρος:Ναι
Γιός: Πήγαινε στην μπάρα
Παππούς Πέτρος:Ναι
Γιός: Και γράψε...
Παππούς Πέτρος: Μα δεν έχω μολύβι και χαρτί
Γιός: Αυτό είναι ,είσαι επιεικώς απαράδεκτος.
Λέει ο γιός και φεύγει
Παππούς Πέτρος: Μα τι έκανα;
Έτσι ο Παππούς Πέτρος μένει μόνος στο δωμάτιο με υπολογιστή.
Δοκιμάζει μόνος του τις δυνάμεις του απέναντι στο μηχάνημα χωρίς επιτυχία.

Σχεδόν μετά από μια ώρα μπαίνει στο δωμάτιο ο μεγάλος εγγονός του παππού.
Παππούς Πέτρος: Έλα εδώ βρε να βοηθήσεις τον παππού σου να τα βρει με αυτό εδώ τον υπολογιστή
Μεγάλος εγγονός: Δεν μπορώ τώρα πα
Παππούς Πέτρος: Βοήθησε με λίγο και δε θα το μετανιώσεις. Θα σου δώσω καλό χαρτζιλίκι.
Μεγάλος εγγονός: Ok πα
Παππούς Πέτρος: Ωραία τι κάνω;
Μεγάλος εγγονός: Έχεις ανοικτό το πισί
Παππούς Πέτρος: Ποιό κρασί;
Μεγάλος εγγονός: Το πισί
Παππούς Πέτρος: Ποιό;
Μεγάλος εγγονός: Τον υπολογιστή λέω
Παππούς Πέτρος: Ναι τον υπολογιστή τον έχω να δουλεύει
Μεγάλος εγγονός: Ωραία πάμε να σερφάρουμε λίγο
Παππούς Πέτρος:Είμαι μεγάλος εγώ για τέτοια άμα χτυπήσω δεν ξανασηκώνομαι. Άσε που δεν έχω και σανίδα δεν μένουμε στον υπολογιστή καλύτερα.
Μεγάλος εγγονός: Αυτό λέω κι εγώ να μπούμε στο Ίντερνετ.
Παππούς Πέτρος: Κανένα από τα κλαμπ που πας είναι αυτό
Μεγάλος εγγονός: Όχι έτσι λένε το διαδίκτυο στα αγγλικά
Παππούς Πέτρος: Ωραία τότε να μπούμε
Μεγάλος εγγονός: Ok. Το έχεις ανοικτό το γκουγκλ;
Παππούς Πέτρος: Τι;
Μεγάλος εγγονός: Τίποτα άσε με να δω.
Παππούς Πέτρος: Εντάξει
Ο μεγάλος εγγονός κάθεται δίπλα στον Παππού Πέτρο και πατάει διάφορα κουμπιά
Μεγάλος εγγονός: Ωραία είμαστε μέσα
Παππούς Πέτρος: Εεε που να είμαστε έξω
Μεγάλος εγγονός: ( Ξεφυσάει) Θες να μπούμε φβ ή γιουτιουμπ;
Παππούς Πέτρος: Και στο email όπου θες εσύ.
Μεγάλος εγγονός: Ωραία ας μπούμε φβ*. Πάτα πάνω στην μπάρα
Ο παππούς Πέτρος πατά με το δάκτυλό του την μπάρα.
Μεγάλος εγγονός: ( ξαναξεφυσάει) Δώσε σε έμένα τον υπολογιστή παππού. Να σου κάνω προφίλ;
Παππούς Πέτρος: Και προφίλ και ανφάς και ότι θέλεις
Μεγάλος εγγονός: Άστο παππού είσαι τελείως γκαου πιου
Παππούς Πέτρος: Καλά μην περιμένεις χαρτζιλίκι!
Ο μεγάλος εγγονός φεύγει εκνευρισμένος
Έτσι ο Παππούς Πέτρος ξαναμένει μόνος στο δωμάτιο με υπολογιστή.
Ξαναδοκιμάζει μόνος του τις δυνάμεις του απέναντι στο μηχάνημα χωρίς επιτυχία.

Σχεδόν μετά από μία ώρα μπαίνει στο δωμάτιο ο μικρός του εγγονός.
Βλέπει τον παππού στεναχωρημένο και απογοητευμένο
Μικρός εγγονός: Τι τρέχει παππού;
Παππούς Πέτρος: Ε να εδώ προσπαθώ να καταλάβω πως λειτουργεί αυτό το μηχάνημα
Μικρός εγγονός: Μη στεναχωριέσαι παππού θα σου δείξω εγώ
Παππούς Πέτρος: Πού να ξέρεις εσύ από αυτά.
Μικρός εγγονός: Φυσικά και ξέρω παππού!
Παππούς Πέτρος: Άστο καλύτερα είναι αργά τώρα. Βλέπεις παιδεύομαι ώρα τώρα.
Μικρός εγγονός: Έχουμε λίγο χρόνο ακόμα
Παππούς Πέτρος: Ναι αλλά δεν ξέρω άμα μπορώ να τα καταφέρω
Μικρός εγγονός: Ποιός στο είπε αυτό;
Παππούς Πέτρος: Ο πατέρας και ο αδερφός σου δεν νομίζω ότι πιστεύουν πως μπορώ να τα καταφέρω.
Μικρός εγγονός: Αυτό δεν είναι αλήθεια απλώς χρειάζεται υπομονή και τις κατάλληλες λέξεις
Παππούς Πέτρος: Θα τους δείξουμε πως ποτέ δεν είναι αργά να μάθεις κάτι καινούργιο;
Μικρός εγγονός: Φυσικά παππού!
Παππούς Πέτρος: Από που ξεκινάμε;
Μικρός εγγονός: Λοιπόν πρώτα από όλα έχεις τον υπολογιστή να δουλεύει
Παππούς Πέτρος: Ναι τον έχω
Μικρός εγγονός: Ωραία ας στείλουμε ένα μήνυμα στον μπαμπά και τον αδερφό μου με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Παππούς Πέτρος: Υπάρχει και ηλεκτρονικό;
Μικρός εγγονός: Ναι στο διαδίκτυο το email
Παππούς Πέτρος: Φύγαμε
Μικρός εγγονός: Πρέπει να πατήσεις με το βέλος την τρίτη εικονίτσα στη σειρά
Παππούς Πέτρος: Ωραία
Μικρός εγγονός: Τώρα πήγαινε στην άσπρη γραμμή και πληκτρολόγησε e-m-a-i-l   
Παππούς Πέτρος: Εντάξει
Μικρός εγγονός: Πατάς με το βελάκι τα πρώτα μπλε γράμματα
Παππούς Πέτρος: Τα κατάφερα ( ενθουσιασμένος)! Τώρα τι κάνουμε
Μικρός εγγονός: Μισό λεπτό να σου φτιάξω τον λογαριασμό
Ο μικρός εγγονός φτιάχνει τον λογαριασμού του
Μικρός εγγονός: Τώρα πάτα στο πληκτρολόγιο ότι θέλεις να τους πεις
Παππούς Πέτρος: Ωραία θα τους γράψω ότι δεν τους θύμωσα απλώς θέλω να  θυμούνται ότι σε καμιά ηλικία δεν είσαι πολύ “μεγάλος” για να μάθεις κάτι καινούριο. Θα τους γράψω ότι ο υπολογιστής έχει πολλά μυστικά για να ξεκλειδώσει κανείς αρκεί να μην το βάζει κάτω και να είναι προσεκτικός ώστε να μένει ασφαλής.
Ο  Παππούς Πέτρος γράφει το γράμμα
Μικρός εγγονός: Πολύ ωραία τώρα πάτα με το βέλος το κουμπί αποστολή
Παππούς Πέτρος: Τα καταφέραμε (ενθουσιασμένος)
Μικρός εγγονός: Φυσικά παππού όπως είπες και εσύ λίγο προσπάθεια και προσοχή θέλει μόνο
Παππούς Πέτρος: Λοιπόν τι λες πάμε για κανένα παγωτό;
Μικρός εγγονός:  Φύγαμε
Παππούς και εγγονός φεύγουν μαζί και αφήνουν τον υπολογιστή. Τώρα όμως ο υπολογιστής  δεν θα είναι ποτέ ίδιος για τον παππού Πέτρο!

*: facebook
Τέλος
Παναγιώτης Μπέσης

Είναι μεσημέρι. Ο Άκης και ο παππούς του ο κυρ Στέφανος βρίσκονται μόνοι στο σπίτι, περιμένοντας να γυρίσουν οι γονείς του μικρού από τις δουλειές τους. Ο Άκης βρίσκεται εδώ και πολύ ώρα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του και στο σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ο παππούς του αρχίζει να ανησυχεί και μπαίνει στο δωμάτιό του προκειμένου να δει τι συμβαίνει…
  • Άκη, πάλι με αυτό το μαραφέτι είσαι; Θα πάθεις τίποτα τόσες ώρες…
(Ο Άκης απορροφημένος στα διαδικτυακά παιχνίδια που παίζει και καθώς φοράει ακουστικά, ούτε που προσέχει τον παππού του που του μιλάει. Ο κυρ Στέφανος πλησιάζει περισσότερο τον εγγονό του.)
  • Άκη…
(Καμία απάντηση)
  • ΑΚΗ (δυνατά)
(Ο Άκης επιτέλους καταλαβαίνει ότι ο παππούς του στέκεται ακριβώς δίπλα του και βγάζει τα ακουστικά)
  • Γεια παππού!
  • Επιτέλους…
  • Επιτέλους τι;
  • Μου απάντησες!
  • Γιατί πότε δεν σου απάντησα;
  • Μα καλά παιδί μου, δεν με ακούς τόση ώρα που σου μιλάω;
  • Όχι. Φορούσα ακουστικά.
  • Αυτά δεν υποτίθεται σε κάνουν να ακούς καλύτερα;
  • Όχι ακουστικά βαρηκοΐας παππού… Με αυτά τα ακουστικά μπορώ να ακούω εγώ κάτι χωρίς να ακούει κανένας άλλος. Και επειδή αυτά είναι ακριβώς δίπλα στο αυτί μου, δυσκολεύομαι να ακούσω οτιδήποτε άλλο όταν τα φοράω.
  • Αλήθεια; Άλλο και τούτο! Τέλος πάντων… Ά! Τώρα που το θυμήθηκα! Εσύ που ξέρεις από αυτά για εξήγησέ μου λίγο: ο κυρ Νικόλας στο καφενείο μου είπε πως θα φύγει πάλι για Αίγινα και να έχω το νου μου στον υπολογιστή μου γιατί θα σου έστελνε κάποιο είδος μέλι στο ταχυδρομείο σου και μου είπε επίσης να σου πώ να μου το διαβάσεις.
  • Παππού μήπως ο κυρ Νικόλας σου είπε μέιλ και όχι μέλι;
  • Ά ναι αυτό!
  • Μπράβο τον κυρ Νικόλα! Εκσυγχρονισμένο τον βρίσκω. Πάντως άμα θες σου δείχνω και τώρα δυο τρία βασικά πραγματάκια για να χειρίζεσαι τον Η/Υ.
(Ο κυρ Στέφανος ελέγχει το ρολόι του)
  • Ααα… Εντάξει. Εξάλλου έχουμε λίγη ώρα ακόμα μέχρι να έρθουν οι γονείς σου.
  • Τότε ξεκινάμε. Λοιπόν, δεν είναι δύσκολο. Καλύτερα έλα και κάθισε εσύ μπροστά στον υπολογιστή.
(Ο Άκης σηκώνεται και παραχωρεί την θέση του στον παππού του ο οποίος με το που κάθεται αρχίζει να επεξεργάζεται παραξενεμένος πρώτα την οθόνη και μετά το ποντίκι)
  • Αυτό μοιάζει με τηλεόραση, είπε ο κυρ Στέφανος δείχνοντας την οθόνη
  • Αυτό ονομάζεται οθόνη. Είναι κατά κάποιον τρόπο σαν την τηλεόραση αλλά εδώ μπορείς να βλέπεις ό,τι κι αν κάνεις στο ηλεκτρονικό υπολογιστή.
  • Τι εννοείς ότι μπορώ να βλέπω ό,τι κι αν κάνω;
  • Για παράδειγμα, μπορείς να πατήσεις μία από αυτές τις εικονίτσες που ονομάζουμε έγγραφα και να δεις τι περιέχουν.
  • Εννοείς έτσι; (ο κυρ Στέφανος ταυτόχρονα σηκώνει το δάχτυλό του και ακουμπάει την οθόνη)
  • Παππού τι κάνεις;
  • Τι κάνω παιδάκι μου; Προσπαθώ να ανοίξω το σύγγραμμα!
  • (μισογελώντας) Εννοείς το έγγραφο; Δεν πρόκειται να ανοίξει έτσι.
  • Και τότε πώς θα ανοίξει;
  • (μισογελώντας) Παππού σε παρακαλώ πάρε το δάχτυλό σου από την οθόνη. Δεν γίνεται με αυτόν τον τρόπο. Περίμενε θα σου δείξω λίγο αργότερα πώς να το κάνεις αυτό.
Αυτό εδώ, λέει ο Άκης δείχνοντας το πληκτρολόγιο, ονομάζεται πληκτρολόγιο. Κάθε πλήκτρο του αντιστοιχεί σε ένα γράμμα, αριθμό ή σύμβολο. Ό,τι γράφεις με το πληκτρολόγιο εμφανίζεται στην οθόνη. Τα κατάλαβες μέχρι εδώ παππού;
  • Ναι νομίζω. Περίμενε να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση: πρώτα έχουμε την τηλεόραση που βλέπει τι κάνω…
  • Εννοείς την οθόνη όπου βλέπεις ΕΣΥ τι κάνεις στον Η/Υ
  • …όπως όταν ανοίγω συγγράμματα…
  • Εννοείς έγγραφα
  • -ναι αυτό- και τέλος έχουμε την γραφομηχανή…
  • Εννοείς το πληκτρολόγιο
  • …στο οποίο κάθε κουμπί…
  • Πλήκτρο
  • …αντιστοιχεί και σε ένα γράμμα ή αριθμό ή σύμβολο. Εντάξει, τώρα νομίζω πως τα θυμάμαι.
  • Ωραία. Ας πούμε ότι τα θυμάσαι γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Το βλέπεις εκείνο το ποντίκι; (Ο Άκης που στέκεται όρθιος λίγο μακριά από τον υπολογιστή δείχνει προ την μεριά του ηλεκτρονικού mouse)
  • Ποντίκι;! Είδες πουθενά ποντίκι;! Αμάν, θα γεμίσουμε! Μα η πολυκατοικία έκανε απολύμανση πριν ένα μήνα! Τρέχω στην Διαχειρίστρια…!
(Ο κυρ Στέφανος κατευθύνεται αλαφιασμένος προς την πόρτα)
  • Κάτσε ρε παππού θα γίνουμε ρεζίλι… ποντίκι λέγεται αυτή η συσκευή (την σηκώνει και του την δείχνει). Με αυτή χειρίζεσαι τον ηλεκτρονικό υπολογιστή
  • Ε πες το έτσι ρε παιδί μου. Μου ‘κοψες την χολή!
(ξαναπηγαίνουν στο δωμάτιο του μικρού)
  • Τώρα, πάρε το ποντίκι και προσπάθησε να ανοίξεις ένα παράθυρο με αυτό.
  • Με το ποντίκι;
  • Ναι, τι σου λέω τόση ώρα;
  • Μα λίγο κρύο δεν έχει για να ανοίξω το παράθυρο; Έξω χιονίζει!
  • (γελάει) Δεν εννοώ αυτό το παράθυρο! Περίμενε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…  Πιάσε το ποντίκι.
(ο παππούς πιάνει κάπως αδέξια το ποντίκι και ο εγγονός τον διορθώνει τοποθετώντας τα δάχτυλα (του παππού του) όπως πρέπει και κάθεται από πίσω του για να του δίνει οδηγίες)
  • Ωραία. Τώρα σύρε το ποντίκι πάνω σε αυτό το στρογγυλό εικονίδιο με τα πολλά χρώματα.
(ο κυρ Στέφανος ακολουθώντας τις οδηγίες του εγγονού του σέρνει πράγματι το ποντίκι πάνω στο εικονίδιο του chrome)
  • Μπράβο. Τώρα πάτα το αριστερό κουμπί του ποντικιού. Αυτό που βλέπεις αυτή την στιγμή στην οθόνη λέγεται παράθυρο. Δεν έχει σχέση με τα γνωστά μα παράθυρα. Με αυτό εδώ μπορείς να έχεις πρόσβαση σε όποια πληροφορία θες.
  • Όποια πληροφορία θέλω; Δηλαδή μπορεί να μου δείξει τι θα μου μαγειρέψει η γιαγιά σου αύριο; (γελάει)
  • (γελάει και αυτός) Βασικά όχι τέτοιου είδους πληροφορία. Αν και καλό θα ήταν να περάσουμε μια βόλτα από την κουζίνα. Ποιος ξέρει τί κάνει τόση ώρα η γιαγιά εκεί μέσα; Τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε. Πες κάτι που θα ήθελες να ψάξεις.
  • Θέλω να δω εκείνο το μέλι- μέιλ ή ότι κι αν ήταν αυτό που θα μου έστελνε ο κυρ Νικόλας  για να μου πει για τις διακοπές του.
  • Εντάξει. Οπότε γράψε ‘ηλεκτρονικό ταχυδρομείο’ και πάτα εκείνο το γκρι κουμπί δίπλα στο πλαίσιο όπου γράφεις.
  • Το έκανα.
  • Τώρα περίμενε λίγο να μπω στο ταχυδρομείο.
  • Καλά παιδί μου, τρελάθηκες;  Το ταχυδρομείο είναι είκοσι μέτρα πιο κάτω από το σπίτι!
  • Άστο παππού. Θα συνεχίσουμε αύριο. Πάμε τώρα να δούμε τι κάνει η γιαγιά.
(Ο Άκης πάει να κλείσει  τον υπολογιστή)

  • Μικρέ μην κλείσεις τον υπολογιστή! Θα τον θέλει η γιαγιά σου.
  • Η γιαγιά; Γιατί να θέλει τον υπολογιστή η γιαγιά;
  • Ξέρω κι εγώ; Θέλει να ανεβάσει τις συνταγές της στο τουιτι, τούτερ ή κάτι τέτοιο….
  • Αφροδίτη Τρομπούκη, Μαρία Χελά , τάξη Γ3

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

''ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ''ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ


Πώς καταγράφει ο Ερωτόκριτος στο ημερολόγιο του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Πεζόστρατου για το προξενιό;
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Η σημερινή μέρα πρέπει να ήταν και η χειρότερη της ζωής μου. Το όνειρο μου να παντρευτώ την Αρετούσα γκρεμίστηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Κακότυχος είμαι. Μέχρι και το όνομα που μου έδωσε ο πατέρας μου, ο Πεζόστρατος φανερώνει πως θα βασανίζομαι για την αγάπη. Ο πατέρας μου πρόθυμος πάντα έκανε ότι μπορούσε για να με βοηθήσει. Πήγε μέχρι και στο βασιλιά μόνος του για να του ζητήσει να αφήσει την κόρη του να με παντρευτεί. Μάταιως κόπος ο βασιλιάς τον πέταξε έξω λέγοντας του πως δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Εμένα με εξόρισε και στον πατέρα μου του απαγόρευσε να ξανά πάει στο παλάτι. Τι παραπάνω δηλαδή θεωρεί πως έχει από εμάς, τα πλούτη ή την εξουσία; Αυτά μπορούν να χαθούν εύκολα από τη μια στιγμή στην άλλη. Εγώ έχω αρετές και αυτό πιστεύω πως είναι και το πιο σημαντικό απ'όλα. Αυτά δεν χάνονται στον χρόνο, μένουν για όλη τη ζωή. Τέσσερις μέρες μου μένουν για να αφήσω την πατρίδα μου, τον πατέρα μου, τους κοντινούς μου ανθρώπους και την Αρετούσα. Όμως όσο μακρυά και αν φύγω όπου και αν βρεθώ εγώ πάντα θα νοιάζομαι για αυτήν.
Nίκος Χαρτζάλας, Γ3
Ένα πολύπτυχο κεντητό φουστάνι από την Κρήτη του 17ου αιώνα, σπάνιο κατάλοιπο της αναγεννησιακής επίδρασης που άφησε η ενετική κατάκτηση στο νησί (1211-1669), μας μεταφέρει στην εποχή της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας.
[Φωτ.: Λεπτομέρεια από κέντημα κρητικού φουστανιού. Κρήτη, τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.]

Χάντακας Κρήτης ,     25 Μαγιού 1610

Κακότυχος είμαι, δεν χωρά καμιά αμφιβολία. Το μαρτυρά άλλωστε και το όνομά μου. Μου το ‘δωκε ο πατέρας μου, ο Πεζόστρατος, όταν εγεννήθηκα λες και το ‘ξερε πως η μοίρα μου ήταν να βασανίζομαι για μιαν αγάπη. ‘Έτσι τώρα μέσα στη νιότη μου, μια γυναίκα με τυραννά, αυτή είναι κόρη του βασιλιά κι έχει όλα τα καλά. Αρετούσα το όνομά της αφού όλες τις αρετές τις έχει. Εγώ πρώτος την κοίταξα κι αυτή ανταποκρίθη, αγωνίστηκα γι’ αυτήν, πολέμησα σκληρά κι αυτή συμφώνησε να μείνει στην δικιά μου αγκαλιά. Αλλά πρέπει να είναι χωριστά οι αφεντάδες με μας. Μόνο που αυτή η σκέψη μου μπαίνει στο μυαλό αβγάζομαι*. Τι παραπάνω θαρρούν πως έχουν αυτοί από εμάς. Τσ’ αφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. Εμείς έχουμε τις αρετές που τις θαρρώ πιο σημαντικές. Γιατί αυτές είναι είναι παντοτινές και ποτέ δε θα χαθούν Αυτά είπα στον πατέρα μου και με σύμφωνη την Αρετούσα, επήγε στον πατέρα της να ζητήσει το χέρι της. Ο δύσμοιρος αυτός, αν και μυαλωμένος, να αντισταθεί πολύ δεν μπόρεσε της αγάπης για τον γιό. Και αν μου το 'πε πολλές φορές εγώ δεν μπόρεσα να το πιστέψω, πως ο βασιλιάς θα θύμωνε γι’ αυτό το προξενιό. Έτσι λοιπόν πήγε και μίλησεγια χώρες πιο παλιές που ήταν σωστές και δίκαιες. Που μοίραζαν τα πλούτη και το μάλαμα κατά πως πρέπει. Τότε όπως και τώρα  τα πλούτη χάνονταν, αλλάζαν και χαλούσαν μέναν όμως οι αρετές στους ανθρώπους που χωρίς αυτές στην ζωή δεν προχωρούσαν. Υπήρχαν, τέτοιες χώρες; Δεν γνωρίζω. Κι αφού του  ΄πε πράγματα σοφά και ατόφια το  χέρι τόλμησε της κόρης να ζητήσει Ο χαιρέκακος βασιλιάς όμως αντί να σκεφτεί τα λόγια του όχι  μόνο την κόρη δεν τη δίνει αλλά ζητά κι από μένα τη χώρα να μου να αφήσω, να γυρέψω τόπους μακρινούς κι αλλιώτικους που δεν γνωρίζω κι όσο για τον πατέρα μου δεν τον αφήνει στο παλάτι να ξαναπατήσει ή στην αυλή. Σαν ντροπή και μίασμα το προξενιό μας βλέπει  κι αν μιλήσουμε γι’ αυτό τιμωρία σκληρή μας περιμένει κι ας είναι θέλημα της ίδιας του της κόρης. Που ούτε κι αυτή η ίδια πια δεν αντέχει. Τέσσερις μέρες έχω μόνο για να αφήσω το μέρος που μεγάλωσα. Τον πατέρα, τους φίλους μου και την Αρετούσα. Τελικά, ο έρωτας κακό έκανε σε όλους μα εγώ δεν σταματώ να νοιάζομαι για ‘κείνη.

Παναγιώτης Μπέσης, Γ3, ως Ερωτόκριτος.Φωτογραφία του χρήστη Εθνικό Θέατρο.



[Φωτ.: Λεπτομέρεια από κέντημα κρητικού φουστανιού. Κρήτη, τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.]


  Πώς καταγράφει η Αρετούσα στο ημερολόγιο της, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Πεζόστρατου για το προξενιό;
                                                          
Χάντακας Κρήτης ,     25 Μαγιού 1610  ,αργά το απόγευμα...
αγαπητό μου ημερολόγιο, 

Πολλές φορές οι άνθρωποι λυπούνται, όταν τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά από ό,τι τα σχεδιάζουν ή ονειρεύονται. 
Σήμερα η καρδιά μου ράγισε στα δύο. Και ο λόγος ... όλα ξεκίνησαν από την ιδέα που είχαμε με τον Ερωτόκριτο να πάρουμε την ευχή του πατέρα μου - βασιλιά, για να παντρευτούμε.  Και ενώ εμείς ονειρευόμασταν τη ζωή μας, υπολογίζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού και ο πατέρας του Ερωτόκριτου δίσταζε να αποτολμήσει το αδιανόητο για τα δεδομένα του κόσμου μας: Η κόρη του Βασιλιά να παντρευτεί έναν αυλικό. Τελικά, ο καλός μου έπεισε τον πατέρα του – Πεζόστρατο να ξεπεράσει τις φοβίες του και να πάει στον πατέρα μου  και να με ζητήσει για νύφη του.
Το πρωινό, σα λάλησε ο πετεινός και έλαμψε όλη η πλάση, πλησίασε δειλά – δειλά ο καημένος ο Πεζόστρατος τον πατέρα μου, την ώρα που εργαζόταν. Όλα κυλούσαν με τους καθημερινούς ρυθμούς, αλλά εγώ ήξερα ότι κάτι ανατρεπτικό θα συμβεί. Μετρούσα αγωνιωδώς λεπτό προς λεπτό να αρχίσει το λόγο του ο σύμβουλος του παλατιού. 
Κάποια στιγμή, καθώς ήμουν κλεισμένη στο δώμα μου, ακούστηκε εξαγριωμένος ο βασιλιάς. Αναστατωμένη πια, κατέβηκα βιαστικά τα σκαλιά και κρυμμένη πίσω απ' τους τοίχους παρακολουθούσα την κατάσταση. “ Ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ' τσι τόπους οπ' ορίζω “, είπε σε έξαλλη κατάσταση ο πατέρας μου. Η φράση αυτή που ξεστόμισε, σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή μου, η γης τραντάχτηκε, ο κόσμος γύρω μου εχάθηκε. Η προσπάθεια του Πεζόστρατου ήταν εξαιρετική, με θάρρος αλλά και σέβας απευθύνθηκε στον Ρήγα. Το στόμα του μέλι έσταζε, με ταξίδεψε με τα λόγια του στο παρελθόν. Όμως ο κακόβουλος πατέρας μου, χωρίς να δέχεται την επιλογή μου και μην κατανοώντας την αγάπη γι' αυτόν, όχι μόνο εξοργισμένος ειρωνεύτηκε τους ανθρώπους που εκτιμώ αλλά με επιβλητικό ύφος τους εξόρισε από τα εδάφη μας. Κλαίγοντας, έτρεξα πίσω έπαε στην καμάρά μου. Για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά; Τι  σημασία έχει που είναι λιγότερο πλούσιος από εμέ; Τι θα γίνει; Εγώ τον αγαπώ! Αυτό όμως απογορεύεται! Πώς μπορεί κάποιος να ελέγξει την καρδιά του και ποιος μπορεί να βάζει στο κάδρο τη ζωή των άλλων; Αλήθεια, η ευτυχία κάθε ανθρώπου είναι αγαθό που χαρίζεται ή αγαθό που αγωνίζεται ο καθένας να αποκτήσει; Πόσο μεγάλο κακό κάνει στους ανθρώπους η δύναμη ο πλούτος και η εξουσία, όταν φουσκώνουν τα μυαλά τους και λησμονούν την ταπεινή ανθρώπινη υπόστασή τους; Πόσο μικρή μοιάζει η απόσταση ανάμεσα στην απόλυτη ευτυχία και ευχαρίστηση και στην έσχατη απελπισία;
( η μαθήτρια Κάκου Ραφαέλα  της Γ3 τάξης ,ως Αρετούσα )

Αγαπητό μου ημερολογιο,
    Οφείλω να ομολογήσω πως τις προηγούμενες μέρες βίωσα τις πιο άσχημες μέρες ολόκληρης της ζωής μου. Είναι γνωστό πως εγώ και ο Ερωτόκριτος είμαστε τρελά ερωτευμένοι και αποφασισμένοι να παντρευτούμε, μα δεν μπορούμε ούτε εγώ ούτε αυτός να εκφράσουμε αυτή μας την επιθυμία στον πατέρα μου.
    Όλα άρχισαν σήμερα το πρωί, όταν αποφασισμένη πλέον να μιλήσω στον πολυαγαπημένο μου πατέρα κατέβαινα τις σκάλες του δώματος μου. Λίγο μακρύτερα βρίσκονταν ο Πεζοστρατος, πατέρας του Ρωτοκριτου  που μιλουσε στον πατέρα μου.
    Αποφάσισα να κρυφακούσω όταν σε μια στιγμή ο πατέρας μου πετάγεται από τον θρόνο του, υβρίζοντας και απειλώντας τον Πεζοστρατο και προσταζοντας να εξοριστεί ο αγαπημένος μου. Σαν άκουσα τον λόγο τούτο του πατέρα μου, έχασα την γη κάτω απ' τα πόδια μου, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει και  γω κατευθύνθηκα σπαραζοντας για τον αγαπημένο μου προς το δώμα. Πώς μπόρεσε ο πατέρας να κάνει κάτι τέτοιο και για ποιο λόγο...
    Σήμερα έχουν ήδη περάσει έξι μέρες αλλά εγώ δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι τον αγαπημένο μου ούτε λεπτό. Ο πατέρας τις μερες αυτές προσπαθούσε επίμονα να βρει γαμπρό πλούσιο να με παντρέψει. Με προσταζε συνεχώς να ντυθώ, να στολίσουν και να έρθω να γνωρίσω τα βασιλοπουλα μα εγώ συνεχώς τους απερριπτα γιατί η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού. Μόλις πριν ολίγων ωρών απερριψα  και τον τελευταίο, το βασιλοπουλο του Βυζαντίου και έτσι ο βασιλιάς έδωσε εντολή να με φυλακίσουν. Τώρα εδώ και αρκετές ώρες βρίσκομαι στο μπουντρούμι μόνη και χωρίς τον Ρωτοκριτο. Μονάχα αναπολώντας τον και αναμένοντας με αγωνία τη στιγμή που θα γυρίσει. Πού να είναι άραγε ο αγαπημένος μου; Γιατί ο ακαρδος πατέρας μου συμπεριφέρεται έτσι..;
                                               Τρομπούκη Αφροδίτη, Γ3


''ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ'',ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ:
Yποθέτοντας ότι είστε ο πρωτομάστορας  να γράψετε σελίδες του ημερολογίου του με βάση τα γεγονότα του κειμένου. 
Σχολικό έτος 2019-20

 Άρτα, 19 Μαρτίου
   Αγαπητό μου ημερολόγιο,
 Σήμερα δεν σου έχω καλά νέα.Ήμουνα που λες αποταχύ στο γιοφύρι και το χτίζαμε με τους μαστόρους.Δυστυχώς η γυναίκα μου κατέφθασε νωρίς και τέλος πάντων μετά από μια διαδικασία,θυσιάστηκε.Δεν θέλω να μπαίνω σε λεπτομέρειες,διότι με στεναχωρούν πολύ.Μόλις γύρισα σπίτι,άρχισαν να μπαίνουν αμφιβολίες στον νου μου.Μήπως να κοίταζα το δικό μου καλό και της οικογένειάς μου;Μετά από πολύ σκέψη όμως κατάλαβα ότι έπραξα σωστά διότι σαν σωστός πρωτομάστορας έπρεπε να κοιτάξω το κοινό καλό,όπως και έκαμα.Επίσης,το θετικό είναι ότι η πόλη θα πίνει νερό στο ονομά μου και ακόμη και σε εκατό χρόνια ο κόσμος θα μιλάει για την καλή μου πράξη.
     Μα όλα αυτά ημερολόγιό μου,δεν γεμίζουν το κενό μέσα μου.Μου λείπει!Το σπίτι είναι άδειο χωρίς αυτήν.Ελπίζω ο καιρός να επουλώσει τις πληγές μου,γιατί δεν θα αντέξω.Σε κανέναν να μην του τύχει να βρεθεί σε τέτοια θέση!Συγχώρα με γυναίκα!

                                                                                             Τζίμα Ευδοξία-Χριστίνα Γ3
 Σχολικό έτος 2018-19                                          
Ημερολόγιό μου ,
Συνταρακτικά γεγονότα συνέβησαν σήμερα στο χώρο όπου δουλεύω, το γιοφύρι , όπως και εσύ γνωρίζεις . Για να μην στα πολυλογώ, θα ξεκινήσω να σου εξιστορώ τα γεγονότα με όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορώ, μήπως και υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον κόσμο, που καταλάβει τις δύσκολες ώρες αβάσταχτου πόνου και στενοχώριας που πέρασα
Σήμερα λοιπόν, σαν χάραξε το πρώτο φως της μέρας, πλύθηκα, ντύθηκα και αποχαιρέτησα τη γυναίκα μου δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο,  λες και ήξερα, ότι θα ήταν το τελευταίο και πήρα τον δρόμο για το γιοφύρι . Σκεφτόμουν ,άλλη μια μέρα θα είναι που αφού χτίσουμε το γιοφύρι εγώ, οι μάστορες και οι μαθητάδες, αυτό θα ξαναγκρεμιστεί με το που πέσει ο ήλιος και έτσι ο σημερινός μας κόπος πάλι θα πάει χαμένος . Για τον λόγο αυτό δεν είχα και την καλύτερη διάθεση…
Μετά από 5-10 λεπτά δρόμου , φτάνω εκεί και πιάνω δουλειά . Δώστου ο ένας  τις πέτρες, δώστου ο άλλος με τις λάσπες, κουραστήκαμε ! Πάνω λοιπόν που είχαμε σχεδόν φτιάξει τα θεμέλια του γιοφυριού, πουλάκι εδιάβη με ανθρώπινη λαλιά και άρχισε να μας μιλάει . Εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις , νόμιζα ότι έχασα τα λογικά μου . Πουλάκι έρχεται και μας μιλά ; Αμέσως σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι οιωνός , όπως γινόταν στα αρχαία χρόνια και να θέλει να μας δώσει χρησμό. Και όντως είχα δίκιο . Μα που να ήξερα ότι αυτό που θα μας πει θα ήταν καταστροφικό για τη δική μου τη ζωή.
Μας λέει λοιπόν «αν θέλετε το  γιοφύρι αυτό να χτιστεί και να στεριώσει, θα πρέπει να στοιχειώσετε άνθρωπο και όχι ορφανό , ούτε ξένο , ούτε διαβάτη ,μα άνθρωπο αγαθό και ντόπιο» . Μα ποιον αναρωτιόμασταν εμείς  Χωρίς καν να ολοκληρώσουμε τη σκέψη μας, μας απαντά.«« Τη γυναίκα του πρωτομάστορα, θα πρέπει να στοιχειώσετε σε τούτο το γιοφύρι ». Δεν πίστευα στα μάτια μου , ούτε στα αυτιά μου! Γιατί τη δική μου τη γυναίκα . Εκείνη τη στιγμή , ήθελα να πεθάνω ! Μα αφού δεν είχα άλλη επιλογή , ζήτησα από τον αγγελιαφόρο να πει στην πολυαγαπημένη μου λυγερή να στολιστεί , να πλυθεί και να έρθει αργά-αργά, καμαρωτή-καμαρωτή στης Άρτας το γιοφύρι . Έλα όμως που το πουλάκι παράκουσε και αλλιώς επήγε και είπε «γρήγορα  ντύσου , γρήγορα άλλαξε και γρήγορα έλα στο γιοφύρι».
Οι ελπίδες μου μήπως η θυσία καθυστερήσει και ματαιωθεί έγιναν στάχτη  . Πέντε λεπτάκια πέρασαν και τη βλέπω να προχωρά στην άσπρη στράτα .Εκείνη τη στιγμή , ήθελα να ξεσπάσω σε λυγμούς , να πάω να της πω όλη την αλήθεια . Μα δεν μπορούσα . Όπως πάντα ευδιάθετη , χαρούμενη , κοινωνική και πρόσχαρη μας χαιρετά . Μα  με το που με βλέπει καταλαβαίνει , ότι είμαι στενοχωρημένος . Τόση αγάπη και κατανόηση είχε απέναντι μου . Αχχ… και οι μαθητάδες της μετέφεραν πως εγώ είμαι στενοχωρημένος για το δαχτυλίδι που έπεσε στην πρώτη την καμάρα . Που να’ ξερε η αγαπημένη μου τι την περίμενε!
Γεμάτη αφέλεια , βουτά στα θεμέλια για να βρει αυτό το δαχτυλίδι , μα τίποτα δεν έβρισκε . Προτού προλάβει να φωνάξει να τη βγάλουμε έξω, η [[θυσία]] είχε ήδη ξεκινήσει .Πώς το ’κανα εγώ αυτό , πώς τόλμησα να κοροϊδέψω τη μονάκριβη μου… πώς... Δεν είχα κουράγιο να αντιμετωπίσω όλο αυτό . Μα εγώ ήμουν ο πρωτομάστορας και έπρεπε να ρίξω τον μέγα λίθο .Αλίμονο στη δουλειά μου! Και εκείνη τη στιγμή αρχίζει η όμορφη μου να μοιρολογεί . Υπενθυμίζοντάς μας πως τρεις αδερφές είναι και οι τρεις κακογραμμένες , αφού έχουν δώσει τη ζωή τους σε αλλά γιοφύρια .Μα ποιος να φανταστεί ότι το μοιρολόγι της θα μετατραπεί σε βαθιά κατάρα , η οποία τόνιζε πως όποιος τολμήσει να διαβεί το γιοφύρι αυτό θα πεθάνει . Ξέχασε όμως πως είχε έναν αδερφό και πως αν τύχαινε να περάσει αυτός από το γιοφύρι , θα’ βρισκε το θάνατο . Και αμέσως την κατάρα άλλαξε εξαιρώντας τον πολυαγαπημένο της αδερφό .Ούτε μια φορά δεν με κατηγόρησε η νεράιδα μου!
Δεν νομίζω  να μπορούσε να συμβεί και κάτι άλλο στη σημερινή μέρα . Μα την αυριανή δεν τη βλέπω να ξημερώνει . Ατέλειωτη μου φαίνεται η νύχτα χωρίς τη λυγερή μου. Τι θλίψη , δεν θα την ξαναδώ ποτέ . Καληνύχτα λοιπόν ημερολόγιο μου, ευχήσου μου να έχω κουράγιο και δύναμη , χωρίς τη λυγερή μου !
ΡΗΤΑ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ (ΕΡΙΚΑ) Γ3

 Σχολικό έτος  2017-18
                   Άρτα, Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1602


Το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, τριγυρνούσαν όλα στο μυαλό μου.

Η θέση της στο κρεβάτι δίπλα μου άδεια, σαν τη ζωή μου από εδώ και πέρα.

Σήμερα το πρωί δεν άκουσα τη γλυκιά της φωνή να με καλημερίζει. Νιώθω ότι μαζί της έχασα και ένα κομμάτι του εαυτού μου.

           Δε θα ξεχάσω το βλέμμα της, τον τρόπο που με κοίταξε, την απορία της. Κι εγώ έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Δεν άντεχα. Την ξεγέλασα, αλλά τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Όλη η πόλη βασιζόταν πάνω μου. Την ξεγέλασα και αυτή πάντα πρόθυμη να βρει τη βέρα μου, να στηρίξει τη ζωή μου. Τώρα στηρίζει το γεφύρι για τους περαστικούς. Δε θα μπορούσα όμως να κάνω κάτι άλλο. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη γυναίκα μου και στο καλό της πόλης.

       Κάθε φορά που θα περνάω από εκεί εκείνη θα σκέφτομαι. Τα νιάτα της, την ομορφιά της που θάφτηκαν κάτω από τις πέτρες…

Δίκαια και η κατάρα της.
Ας με συγχωρήσει ο Θεός.

Γιώργος Ξενικός , Γ2 τάξη.

                                           
                                                       Άρτα, Πέμπτη 6 Απριλίου 1602, αργά το βράδυ

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Η απουσία της είναι ανυπόφορη, το κρεβάτι δίπλα μου κενό και το μυαλό μου περιτριγυρίζεται από σκέψεις. Η σημερινή μέρα ήταν ίσως η δυσκολότερη αλλά και η χειρότερη που είχα πότε μου.

Οι κόποι όλων μας πήγαιναν χαμένοι με το γεφύρι να γκρεμίζεται τη νύχτα. Ήξερα ότι κάτι έπρεπε να γίνει, όμως δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό.Τότε μας πλησίασε εκείνο το πουλί και μας μίλησε με ανθρώπινη φωνή για να μας δώσει τη λύση που ζητούσαμε. Για μια στιγμή μια σπίθα ελπίδας άναψε μέσα μου. Πίστεψα πως βρήκαμε τη λύση που ζητούσαμε. Όταν όμως το πουλί μας αποκάλυψε πως ο μόνος τρόπος για να ολοκληρωθεί το γεφύρι ήταν η στοιχείωση της γυναίκας μου, της γυναίκας που τόσο αγαπούσα, η καρδιά μου ράγισε. Δεν μπορούσα όμως να κάνω αλλιώς. Ολόκληρη η πόλη στηριζόταν πάνω μου. Έτσι την ξεγέλασα κι εκείνη έτρεξε να κάνει αυτό που της ζητήθηκε για να με δει χαρούμενο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τελευταίο της βλέμμα όταν κατάλαβε τι πρόκειται να συμβεί, τον θυμό και την απορία της.

Η εικόνα του άδειου σπιτιού είναι αβάσταχτη. Όλη τη μέρα τριγυρνάω από εδώ κι από κει ξέροντας πως δεν θα γυρίσει. Ξέροντας πως όλα έχουν χαθεί, πως δεν θα με καλημερίσει το πρωί με τη γλυκύτατη φωνή της, πως όταν γυρίσω δεν θα τη βρω να με περιμένει με το χαμόγελό της να φωτίζει το δωμάτιο. Κάθε φορά που περνάω από εκείνο το καταραμένο μέρος μόνο εκείνη σκέφτομαι. Τα νιάτα της, την ομορφιά της, τη καλοσυνάτη καρδιά της και την εξυπνάδα της που εγώ ο ίδιος έθαψα κάτω από τις πέτρες.

Δε την αδικώ για το θυμό και την οργή της ούτε και για την κατάρα της γιατί εγώ τα δημιούργησα όμως τώρα δεν μου μένει τίποτα να κάνω, δεν μπορώ.
                                                                                                                                                                         
                                                                                                                                                                         Αλίκη Λεοντίου, τάξη Γ΄2


ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016-17
                                                     Άρτα, Τρίτη 5-5 -1600, αργά                                                                           το απόγευμα,

Αγαπητό μου ημερολόγιο, 
Σήμερα ήταν μία από τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής μου. Δούλευα, όπως κάθε μέρα, στο γεφύρι με τους μάστορες και τους μαθητάδες, ενώ ταυτόχρονα συζητούσαμε και το θέμα – πρόβλημα που μας παιδεύει τόσα χρόνια: για ποιο λόγο το γιοφύρι που χτίζουμε την ημέρα γκρεμίζεται και γίνεται ένας σωρός από πέτρες τη νύχτα;
Ξάφνου ένα πουλί στάθηκε αντίκρυ στο ποτάμι και μας απευθύνθηκε με ανθρώπινη μιλιά. Παράξενο, ανεπάντεχο γεγονός, θεϊκό σημάδι, υποπτεύθηκα. Δίχως κανείς να βγάλει άχνα  ακούγαμε με απορία και προσοχή όλα όσα μας είπε. Μόλις τελείωσε το λόγο του, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, καθώς τα λόγια του ... πικρά μου φάνηκαν. Μας έδωσε συμβουλή σαφή, που θα  έδινε τη λύση στον προβληματισμό μας, αλλά η καρδιά μου ράγισε. Έπρεπε να θυσιάσω την όμορφή μου γυναίκα, για να στεριώσει το γεφύρι. Πόσο δύσκολο πράγμα να γίνουν ένα οι πέτρες με τους ανθρώπους; Παραμέρισα τα συναισθήματά μου και, ως ο πρωτομάστορας του γεφυριού,  παρακάλεσα το πουλί να πάει και να πει στη γυναίκα μου να' ρθει κατά 'κεί αργά. Είχα δίλημμα μεγάλο: να αδιαφορήσω για όσα το πουλί παρήγγειλε ή να υπολογίσω περισσότερο το καθήκον μου προς την κοινωνία; Παράκουσε όμως το πουλί και σε διάστημα μικρό βλέπω αντίκρυ μου τη λυγερή. Να μιλήσω δεν μπορούσα. Αχ! ... αν μπορούσα να αλλάξω αυτό που θα γινόταν! Με κόλπο καταφέραμε στα θεμέλια να την κατεβάσουμε. Ακούγοντάς τη να με φωνάζει τόσο γλυκά μου' ρθε να την φέρω επάνω. Η απόφαση όμως είχε παρθεί και κόντρα στα θέσφατα και το πεπρωμένο κανείς δεν αντιστέκεται. Αρχίσαμε, λοιπόν, να τη χτίζουμε και τα δάκρυά μου γίνονταν ένα με τη λάσπη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη, εξοργισμέμη μας καταριόταν.  Και τούτη την αθλιότατη και πολύ δύσκολη ώρα έδειξε την καλοσύνη και τη μεγαλοψυχία της: μετάνιωσε για τις κατάρες της  και αποδέχθηκε τη μοίρα της, αφού ήξερε να σκέφτεται μαζί με τους άλλους και για το καλό των άλλων. Στοιχειώσαμε τη γυναίκα μου, για να στεριώσει το γεφύρι. Ο μισός μου εαυτός νιώθει ικανοποιημένος για την τέλεση του έργου, αλλά ο υπόλοιπος νιώθει κενός, θλιμμένος! Έχασα τη γυναίκα μου! Κια πώς συνεχίζεται η ζωή μου χωρίς αυτή;

Κάκου Ραφαέλα, Γ3.


                                                                   Άρτα 1600

   Σήμερα γράφω σε σένα ημερολόγιό μου τον πόνο μου που πουθενά αλλού δεν μπορώ να ειπώ. 
Έχασα την λυγερή μου, την γυναίκα μου. Επόθανε για να στεριώσει το γιοφύρι που προσπαθούσαμε να στεριώσουμε  45 μάστοροι και 60 μαθητάδες. Το γεφύρι αυτό της Άρτας που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που ανέλαβα να το χτίσω. Τώρα στα θεμέλιά του βρίσκεται η τσούπρα μου.
   Σκώθηκα του προυγακ', τράω για δουλειά,  και 'κει που ματσλούσα το κολατσό μου έρχεται  και κάθεται  απέναντί μου ένα πριζάρ που λαλούσε ανθρώπινη γλώσσ  κι  μας ειπ' πως έπριπι να ποθάνει η γυναίκα μου για να στεριώσει το γιοφύρι. Έτσι και γω δεν  είχα άλλη επιλογή από το να ακολουθήσω την μοίρα της. Το πρόσταξα λοιπόν να τράει στην τσούπρα μου και να της πει να ντυθεί αγάλι αγάλι να 'ρθει στο γιοφύρι αλλά αυτό  το αναθεματισμένο παράκουσε και αντί για αργά της είπε γοργά. Δεν πρόφτασα και 'γω να το καταλάβω ώσπου να σου την καλοντυμένη και χαρούμενη ξεπρόβαλε από το  λόφο. Οι μάστορες άρπαξαν την ευκαιρία και την ξεγέλασαν λέγοντάς της πως η βέρα μου είχε πέσει στην πρώτη καμάρα του γιοφυριού κι εκείνη όπως πάντα πρόθυμη βούτηξε  να τη βρει. Είχε έρθει η ώρα, έπρεπε ο χρησμός του πουλιού να εκπληρωθεί. Μόλις όμως κατάλαβε την απάτη τον μαστόρων καταράστηκε το γιοφύρι μα όταν σκέφτηκε το κακό που θα μπορούσε να προκαλέσει στον  πολύτιμο ξενιτεμένο της αδερφό άλλαξε την κατάρα σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με ευχή.
   Προσεύχομαι στην Παναγία και τον Χριστό να αναπαύσουν την ψυχούλα της και να με συγχωρέσουν για το κακό που της προκάλεσα. Ελπίζω αύριο να ξημερώσει μια καλύτερη μέρα για όλους μας ...

 Αλίκη Κολοκυθά, Γ3

Το ημερολόγιο του πρωτομάστορα
Το να γράψεις τι έγινε σήμερα δεν είναι εύκολο. Μερικά πράγματα δύσκολα γίνονται λέξεις. Ίσως σήμερα να αντιμετώπισα τέτοια πράγματα. Μα ο δάσκαλός μου από την πόλη των Ιωαννίνων, που μου έμαθε τη τέχνη μου και τα γράμματα, μου είπε να γράφω κάθε μέρα. έτσι θα κάνω και σήμερα.


Είναι μέρες τώρα που γράφω για το αναθεματισμένο εκείνο γεφύρι, που δεν στεριώνει με κανένα τρόπο και κανέναν κόπο.


Έτσι λοιπόν και τη σημερινή πρωία αυτό γυρνούσε στο μυαλό μου. Ζαλγκώθηκα λοιπόν από νωρίς τα εργαλεία μου και πήγα στην δουλειά μου.


Εκεί λοιπόν, μετά  από λίγο, στάθηκε ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά και κακά μαντάτα μου έφερε. Είπε πως για να στεριώσει το γιοφύρι θα έπρεπε εγώ, ο ίδιος , να σκοτώσω τη γυναίκα μου. Θα έπρεπε δηλαδή να δώκω τη λυγερή θυσία στα στοιχειά του τόπου. Τον λόγο του γοργά τον ετελείωσε κι όλοι γύρω άρχισαν εμένα να κοιτούν. Εμένα τον δύσμοιρο που τα ποδάρια μου λυγίσαν, το στομάχι μου σφίχτηκε, πρώτη φορά που ένιωσα έτσι.  Και πως να πήγαινα στην λυγερή που αλλιώς δε μπόρεγα να κάμω. Ξεκίνησα να κάμω το πρώτο βήμα ενώ η ζαλάδα τα σκοτείνιαζε όλα. Μήτε έπεσε μήδε στάθηκα μα περπατώντας γύρισα σπίτι.


Έφτασα γρήγορα. Ο δρόμος είναι μικρός απ’ το γιοφύρι ως το σπίτι. Μόλις μπήκα μέσα την είδα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού ως συνήθως. Με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ. Πήρα ανάσα βαθιά και της είπα να ντυθεί αργά και σιγά σιγά να κατεβεί στο γιοφύρι. Όμως το μαυροπούλι άλλαξε την εντολή μου. Κι έτσι η γυναίκα μου γρήγορα ντύθηκε και ήρθε αμέσως στο γιοφύρι.
Όταν έφτασε περιποιημένη, έχοντας διώξει τη σκόνη και τη κούραση από τη δουλειά, έλαμπε από ομορφιά. Βάλθηκα λοιπόν να την κοιτάζω. Μα δεν άργησε η ιδέα του θανάτου να φανεί και με ξανάπιασε η λύπη. Της είπαν  οι άλλοι, πως δήθεν μου έπεσε η βέρα μέσα στο γιοφύρι και πως γι’ αυτό είμαι έτσι, λυπημένος. Εγώ δεν έβγαλα κουβέντα. Την είδα           σιγά - σιγά να κατεβαίνει στο γεφύρι με το σκοινί δεμένη. Και να ψάχνει για τη βέρα. Μα η βέρα, όπως όλοι καλά ξέραμε, έκτος από αυτή, δεν ήταν πουθενά. Τότε  λοιπόν μου φάνηκε πιο όμορφη, από ποτέ άλλοτε, την λυπήθηκα πραγματικά. Όμως οι ευθύνες, οι ευθύνες μου απέναντι στο χωριό και η ιδέα της ντροπής που θα ‘νιωθα μπροστά στους συγχωριανούς, στα παιδιά που θα έκανα, στην ίδια τη γυναίκα μου με έπεισαν. Έπρεπε να θυσιαστεί. Παίρνω τότε τη πρώτη πέτρα και τη ρίχνω πάνω της. Και μαζί με τους άλλους μαστόρους αρχίσαμε να τη χτίζουμε.


Εκείνη άρχισε να βλασφημά τη μοίρα της. Μα εμείς ούτε το καταραμένο γιοφύρι δεν την αφήσαμε να καταραστεί.  Της θυμίσαμε τον αδερφό της στην ξενιτιά κι ότι αν τύχει και περάσει θα πέσει στη κατάρα της. Αυτή μυαλωμένη που ήταν την άλλαξε.


Όταν η δουλειά μας τελείωσε είχε ήδη νυχτώσει. Το γιοφύρι ασάλευτο ήταν στη θέση του. Αφού είχε χορτάσει με την ψυχή. Κάθισα λίγο και μετά σιγά - σιγά γύρισα σπίτι.Και τώρα με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω πως, τα γράφω όλα στο χαρτί. Σε λίγο θα πέσω για ύπνο. Δεν έμεινε και τίποτε να κάνω. Το σπίτι είναι πιο άδειο από πότε.


                     
Τέλος

Μπέσης Παναγιώτης, Γ3