Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Νικηφόρος Βρεττάκος «Ο Αγρός των λέξεων»

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

''ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ'',ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ

       ΕΡΓΑΣΙΑ:

Yποθέτοντας ότι είστε ο πρωτομάστορας  να γράψετε σελίδες του ημερολογίου του με βάση τα γεγονότα του κειμένου. 

                                                                                 17 ΜΑΙΟΥ 1714

Η σημερινή μέρα δεν ήταν καθόλου εύκολη για εμένα.

Αναγκάστηκα να θυσιάσω την πολυαγαπημένη μου γυναίκα που

τόσο αγαπώ .Δεν είμαι σίγουρος εάν έπραξα σωστά. Από το πρωί

λοιπόν εγώ και οι υπόλοιποι μαστόροι προσπαθούσαμε να

χτίσουμε το γεφύρι της Άρτας. Όμως το γεφύρι δεν χτίζονταν και

όλο γκρεμιζόταν. Εμφανίστηκε ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά και

μου μετέφερε πως ο μόνος τρόπος να χτιστεί το γεφύρι είναι να

θυσιαστεί ένα ζωντανό πλάσμα. Στην αρχή απορήσαμε και δεν

είχαμε ιδέα ότι εννοεί την γυναίκα μου. Μόλις το έμαθα

ξαφνιάστηκα και λυπήθηκα πάρα πολύ, προσπάθησα να βρώ

κάποιο άλλο τρόπο αλλά κατάλαβα πως αυτή ήταν η μόνη λύση.

Της στήσαμε πλεκτάνη λέγοντας της πως έχασα το δαχτυλίδι μου

ενώ εκείνη προθυμοποιήθηκε να πάει να το έβρει. Τότε εγώ με

μεγάλη θλίψη και βαριά καρδιά έριξα τον μέγα λίθο. Ακόμη με

τρώνε οι τύψεις και δεν είμαι σίγουρος εάν έπραξα σωστά. Δεν είχα

όμως άλλη επιλογή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος . Η αγαπημένη μου

λυγερή, ακόμη φέρνω στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και νιώθω

ενοχές. Η γυναίκα μου νοιαζόταν για όλους ,ήταν κοινωνική ,πάντα

χαρούμενη κι πρόσχαρη. Η ζωή μου δεν θα είναι πια ίδια χωρίς

αυτή.

ΕΛΕΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Γ1

                                                                           13/5/1612

                                                             Άρτα, Ελλάδα

Ημερολόγιό μου μόνο εσύ μου έχεις απομείνει πλέον.

Γύρισα από το γιοφύρι που μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή του

επιτέλους. Είναι από τι ελάχιστες φορές που τα χέρια μου δεν μπορούν να

γράψουν αυτά που είδαν τα μάτια μου. Άλλες φορές σου έγραφα γεγονότα

νευριασμένος διότι αυτό το αναθεματισμένο γιοφύρι δεν στεριωνόταν με

τίποτα. Σήμερα, όμως, δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να πλαντάξω στα

κλάματα με όλα αυτά που έγιναν.

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Σηκώθηκα πρωί-πρωί, ζαλγκώθηκα

λοιπόν και πήγα με μόνο μία σκέψη στο μυαλό μου, ότι το γιοφύρι θα ξανά

γκρεμιστεί το βράδυ και άντε πάλι δουλειά εγώ, οι μαστόροι και οι

μαθητάδες. Έφτασα εκεί και έπιασα αμέσως δουλειά. Σε κάποια στιγμή

κάθισα σε μια πέτρα να ρεχατιαστώ λιγάκι και είδα ένα πουλί και μου μίλησε.

Αρχικά τρόμαξα επειδή το συγκεκριμένο πουλί δεν ήταν σαν όλα τα άλλα,

αλλά αυτό είχε ανθρώπινη λιαλιά. Όμως όταν το άκουσα προσεχτικά τι μου

είπε , έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Είπε πως έπρεπε να θυσιάσω την

μονάκριβη μου γυναίκα για να στεριώσει το γιοφύρι. Όλοι γύρω μου άρχισαν

να συγοκοιτάζουν και να απορούν. Εκείνη την ώρα τα πόδια μου είχαν

μουδιάσει, δεν τα ένιωθα πλέον. Αφού βρήκα ξανά την ανάσα μου, είπα στο

πουλί να πάει στο φτωχικό μου και να της μεταφέρει ένα μήνυμα από εμένα.

Αργά να ντυθεί, αργά να ετοιμαστεί, να μην κάνει τίποτα γρήγορα γιατί δεν

ήθελα να έρθει η ώρα και η στιγμή για την θυσία.

Το πουλί όμως πρέπει να παράκουσε τα λόγια μου και της είπε να τα κάνει

όλα γρήγορα, επειδή την είδα να έρχεται γρήγορα και βιαστικά. Όπως

βιαζόταν να έρθει, την έβλεπα από μακριά. Την κοίταζα και η ομορφιά της

έλαμπε τόσο πολύ, μόλις όμως θυμόμουν τα λόγια του πουλιού με έπιανε η

καρδιά μου.

Όταν τελικά έφτασε δεν ήξερα πώς να την αντικρίσω και τι να της πω. Της

είπανε ότι μου έπεσε η βέρα, αμέσως αυτή να πάει, πρόθυμη και ευχάριστη

όπως πάντα. Όλοι ξέραμε πως βέρα εκεί κάτω δεν υπήρχε. Πήρα τότε μία

μεγάλη πέτρα και άρχιζα να χτίζω, με μαύρο δάκρυ την έριξα, ρέκος με είχε

πιάσει μέχρι που με πόνεσαν τα μάτια. Τότε ακολούθησαν και οι άλλοι.

Σκέφτηκα ότι οι ευθύνες σαν πρωτομάστορας που έχω απέναντι στο χωριό

και στους ανθρώπους, είναι μεγάλες.

Την ώρα εκείνη άρχιζε να καταριέται όλους και τα πάντα. Μα εμείς το

γιοφύρι δεν αφήναμε να καταραστεί, έτσι της είπαμε για τον μονάκριβο

αδερφό της. Ξέρω πόσο σημαντικός και πόσο σημαντική είναι η αδερφική

αγάπη για αυτή. Και σαν έξυπνη που ήταν αμέσως την άλλαξε.

Όταν το μαρτύριο τελείωσε γι’ αυτή, άρχισε το δικό μου. Μετά την θυσία,

κάθισα εκεί και το κοίταξα. Ούτε λεπτό δεν περνάει χωρίς να σκέφτομαι τι

ακριβώς έχει γίνει. Στο τέλος σκέφτομαι ότι αυτή η γυναίκα μου ήρθε εξ

ουρανού, δώρο θεού και έφυγε για καλό σκοπό και είμαι περήφανος που

μπόρεσα να έχω μια τέτοια γυναίκα στην ζωή μου.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΑ ΔΡΑΓΑΤΣΟΥΛΗ, Γ1




                                                                                                                                               

Άρτα ,23 Μαΐου 1606


Σήμερα φαρμακώθκα πολύ επειδή χρειάστηκε να στοιχειώσω την πανέμορφη μου γυναίκα. Η γυναίκα μου ήταν πάντα στο πλευρό μου, ερχόταν κάθε πρωί και μου έφερνε το φαγητό που είχε ετοιμάσει με όλη της την αγάπη. Βρισκόμουν σε ένα πολύ μεγάλο δίλημμα. Το γεφύρι που χτίζαμε γκρεμιζόταν κάθε βράδυ και όλοι οι εργάτες, μαζί με εμένα, ήμασταν πολύ δυσαρεστημένοι. 
 Μία ημέρα που δουλεύαμε μας πλησίασε ένα πουλί το οποίο είχε ανθρώπινη λαλιά. Μας εξήγησε ότι για να χτιστεί το γιοφύρι θα έπρεπε να στοιχειώσουμε άνθρωπο και όχι οποιονδήποτε. Μας διευκρίνισε οτι θα έπρεπε να στοιχειώσουμε την αγαπητή μου γυναίκα. Όταν άκουσα τα λόγια του πουλιού ένιωσα την ψυχή μου να βγαίνει από το σώμα μου. Αναστατώθηκα και τα "έχασα" για μια στιγμή. 
Βέβαια ήλπιζα ότι θα έβρισκα μια άλλη λύση. Γι'αυτό είπα στο πουλί να πεί στην γυναίκα μου να πάρει τον χρόνο της το πρωί πριν έρθει. Όσο αυτή ετοίμαζε το φαγητό εγώ προσπάθησα να βρώ έναν τρόπο να τη σώσω. Για κακή μου τύχη αυτή ήρθε πριν προλάβω να βρώ άλλη λύση. Εκείνη την στιγμή, μιας και είδαμε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος, αποφασίσαμε να την εξαπατήσουμε. Της είπαμε οτι το δαχτυλίδι μου έπεσε σε μία από τις καμάρες του γιοφυριού. Εκείνη, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν το δαχτυλίδι, πήγε να το βρεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Ύστερα από λίγα λεπτά μας ζήτησε να την ανεβάσουμε. Τότε ήταν που ένας από τους μάστορες άρχισε να σοβατίζει με το μυστρί, ένας άλλος με τον ασβέστη και εγώ ήμουν αυτός που έριξε την χαριστική βολή. Αυτή, αφού κατάλαβε οτι είχε έρθει το τέλος της, άρχισε να μας καταριέται εμάς και το γεφύρι. 
 Εκείνη την στιγμή αποφάσισα να θυσιάσω την γυναίκα μου για το καλό της υπόλοιπης κοινωνίας αλλα έχω ήδη αρχίσει να μετανιώνω για την απόφαση μου. Πιστεύω ότι έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΙΩΓΑΣ, Γ1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.