Kείμενο 7 Η φριχτή πολιτεία
Μόλις έμεινε μόνος του, ο Πέτρος κατάλαβε ξαφνικά πως δεν ήτανε και τόσο σίγουρος πως ξέρει το δρόμο. Τα γαλάζια λαμπιόνια της συσκότισης πάνω στους στύλους φέγγουνε μονάχα για να μην κουτουλήσεις. Οι δρόμοι όμως μένουνε το ίδιο σκοτεινοί και άγνωροι. Ο Πέτρος δεν θέλει να φοβάται. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ. Κι ας χτυπάει η καρδιά, ντουκ ντουκ, σαν τα άρβυλα του Ιταλού στο πεζοδρόμιο. Θα 'ναι γιατί περπατούσε γρήγορα και λαχάνιασε. Τα χέρια του είναι ξυλιασμένα και τα χώνει κάτω από το πουλόβερ του. Το ίδιο και τα γόνατά του. Κάθε τόσο βγάζει ένα χέρι και τρίβει μια το ένα γόνατο, μια το άλλο. Όχι, δε φοβάται. Τι να φοβηθεί; Ποιος θα πειράξει ένα κακόμοιρο αγόρι που έχασε το δρόμο... Στην ουρά που στεκότανε για το ψωμί, λέγανε κάτι γυναίκες πως ένας Γερμανός έσπασε το χέρι ενός αγοριού, γιατί είχε κλέψει ένα καρβέλι. Το 'πιασε έτσι με τα δυο του χέρια, σαν να 'τανε σανίδι, το χτύπησε πάνω στο γόνατό του και, κρακ, το τσάκισε στα δυο... Ο Πέτρος δεν έχει κλέψει τίποτα. Όσο θηρία κι αν είναι οι Γερμανοί, δεν μπορούνε στα καλά καθούμενα να σπάνε χέρια... Έστριψε ένα δρόμο... δεύτερο... τρίτο. Βράδυ είχε να βγει από πριν να μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Τώρα όμως αυτή δεν ήτανε η Αθήνα. Ήτανε μια ξένη πολιτεία, με σκοτεινά κι αλλόκοτα σπίτια. Κι αυτός ήτανε ένα παράξενο ανθρωπάκι, που […] ΠΡΕΠΕΙ να μη φοβάται, να περπατάει στο μισοσκόταδο και να σφυρίζει. Δοκίμασε, μα δε βγαίνει ήχος... Είναι γιατί κρυώνει. […]Γύρισε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε την ταμπέλα ενός μαγαζιού που μόλις και τη φώτιζε ένα μπλε λαμπιόνι. «ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ Ο ΚΡΙΝΟΣ.» Τότε ο Πέτρος φοβήθηκε για καλά, γιατί κατάλαβε πως είχε πάρει τελείως αντίθετο δρόμο και βρέθηκε στην Ομόνοια. Το ζαχαροπλαστείο «Ο Κρίνος» το 'ξερε απέξω κι ανακατωτά. Πριν τον πόλεμο τον έφερνε ο μπαμπάς, πολλές φορές, τις Κυριακές το απομεσήμερο κι έτρωγε λουκουμάδες. Ζεστούς με πολύ μέλι. Τα γλυκά χαλάνε τα δόντια. Ποιος βλάκας το 'χει πει αυτό; Τώρα χαλάνε τα δόντια. Μαυρίζουνε ένα ένα και σαπίζουν. «Ο Κρίνος» δεν πουλάει πια γλυκά. Πάνω στο τζάμι της βιτρίνας είναι κολλημένο ένα χαρτί, που γράφει με τεράστια γράμματα: ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ ΣΙΔΕΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ ΝΗΜΑΤΑ.
Άλκη Ζέη, O μεγάλος περίπατος του Πέτρου, εκδ. Kέδρος, 1974
ΕΡΓΑΣΙΑ: Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση του παιδιού που περιδιαβαίνει τη«φριχτήπολιτεία».
• Συνεχίστε το κείμενο σε πρώτο πρόσωπο και προσθέστε δύο ακόμα παραγράφους.
• Μιλήστε για τα πράγματα που συναντάτε και που συνθέτουν την εικόνα του πολέμου και αναπολήστε τις εικόνες της ειρήνης. (Διαλέξτε προσεκτικά τις λέξεις που θεωρείτε καταλληλότερες για να αποδώσετε την ατμόσφαιρα του πολέμου και της ειρήνης.)
Η φριχτή πολιτεία
Και το αγνόησα, ή τουλάχιστον προσπάθησα.
Προχώρησα. Πραγματικά αυτό θα ήλπιζα να μην το είχα δει ποτέ. Ήταν τόσο όμορφο μαγαζί. Κρίμα. Τώρα πια ήξερα που πήγαινα. Ο φόβος; Εκεί αγέρωχος μέσα μου. Σε κάθε μου βήμα, ένιωθα πως άκουγα αυτή τη βαριά την γερμανική μπότα να βηματίζει πίσω μου. Ξαφνικά σταμάτησα. Μπροστά μου αντίκριζα ένα γκρεμισμένο κτίριο. Από βομβαρδισμό θα ‘τανε. Φαίνεται άλλωστε. Έχω μάθει να τα ξεχωρίζω. Ακόμα και από τα πτώματα. Πότε από σφαίρα, πότε από αγχόνη. Η καθημερινότητα μου πλέον. Καθόμουνα πάνω από 5 λεπτά, χαζεύοντας το ερείπιο βυθισμένος στις σκέψεις μου. Θυμήθηκα. Το νοσοκομείο ήταν. Το νοσοκομείο όπου και γεννήθηκα. Εδώ ήρθα όταν δηλητηριάστηκα. Εδώ ήρθα όταν έσπασα το χέρι. Και εδώ ήρθα πάλι τώρα για να το δω κατεστραμμένο. Παρόλο που ήταν νοσοκομείο, εμένα μ’αρεσε πολύ αυτό το μέρος, γιατί εδώ δούλευε και η μαμά μου. Νοσηλεύτρια. Ερχόμουν μετά το σχολείο και την έψαχνα πάνω κάτω στους διαδρόμους, για να της πω τα νέα της ημέρας. Δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί. Από ‘δω περνούσαν χτυπημένοι στρατιώτες. Το κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω μια τελευταία φορά και συνέχισα να προχωρώ.
Έστριψα σε ένα στενό δεξιά για να κόψω δρόμο. Άκουσα έναν πυροβολισμό. Γύρισα δειλά το κεφάλι προς το μέρος που ακούστηκε και διέκρινα στο σκοτάδι, την ψηλόλιγνη φιγούρα ενός Γερμανού υψηλόβαθμου αξιωματικού. Την θέση την κατάλαβα από την στολή. Στον δρόμο πεσμένος στα γόνατα ένας άντρας. Δεν είχε πεθάνει ακόμα. Φώναζε δακρυσμένος στον αξιωματικό να τον αποτελειώσει. Τέτοια ώρα μόνο μέλη από αντιστασιακές οργανώσεις έκοβαν βόλτες. Απ’ αυτούς θα ‘τανε. Ο Γερμαναράς του φώναζε στα Γερμανικά να μην μιλάει και τον έβριζε. Την είχα μάθει και αυτήν πλέον, πολύ σιχαμερή γλώσσα τα Γερμανικά. Στην συνέχεια ο αξιωματικός τον κλώτσησε στο πρόσωπο και έπειτα τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Είδα με τα μάτια μου το κεφάλι του να ανατινάζεται και το αίμα να ξεχύνεται. Δεν σκέφτηκα τίποτα. Συνέχισα με γρήγορα βήματα να περπατάω, αφού σιγουρεύτηκα πως η φιγούρα του γερμανού αξιωματικού δεν με είδε.
Κατερίνα Καραμάνου, Γ1 Σχ. έτος 2020-21
Η φριχτή πολιτεία ( διαβάζω και γράφω - άσκηση 1/σελίδα 98)
Συνέχισα να περπατάω και σιγά σιγά η πρόσοψη του Κρίνου έσβηνε μεσα στην ομίχλη. Όλη η Αθήνα, ένας παραμορφωμένος οργανισμός από σπίτια, δρόμους και παράξενες σκιές. Σκιές που άλλοτε έπαιρναν τη μορφή των πιο σκληρών σκηνών του πολέμου και άλλοτε των πιο αγαπημένων προσώπων που είχαν πια για πάντα κοιμηθεί. Μετά από λίγες στροφές έφτασα στον φούρνο του κυρ Αλέξη που παλιά έκανε το καλύτερο ψωμί. Τώρα είναι κλειστός. Στον παραλογισμό του πολέμου φούρνοι με ωραίο ψωμί δεν χωράνε. Ήξερα πως αν συνέχιζα να κατεβαίνω τον δρόμο θα έφτανα στο παλιό μου σχολείο από όπου θα μπορούσα να προσανατολιστώ καλύτερα. Πράγματι μετά από λίγο βρισκόμουν έξω από το κατασκότεινο προαύλιο του σχολείου. Είχα περάσει πολλές μέρες σ’ εκείνη την αυλή με τους φίλους μου. Όμως τώρα που η σκιά του πολέμου καταστροφικά κάλυψε τα πάντα τα γράμματα είναι για τους λίγους.
Αφού έφτασα στο σχολείο γρήγορα κατάλαβα πως έπρεπε αμέσως να ανηφορίσω. Περίπου στη μέση του δρόμου ο φόβος και η κούραση με ανάγκασαν να καθίσω λίγο, για να ξαποστάσω. Απέναντί μου βρισκόταν ένα μικρό Ιατρείο. Το φως απ’ το παράθυρο χτύπησε το πρόσωπό μου, μέσα από τα παράθυρο μπορούσε να δεις τα πρόσωπα πολλών ανθρώπων κουρασμένα, αγανακτισμένα, φοβισμένα. Αν είχαμε ειρήνη τώρα ο γιατρός θα μπορούσε να θεραπεύσει τους περισσότερους. Γι’ αυτό λένε πως η ειρήνη είναι απαραίτητη για όλους. Τα γόνατά μου έτρεμαν ήξερα όμως πως έπρεπε να συνεχίσω. Συνέχισα την ανηφόρα, έστριψα αριστερά και βρέθηκα κατευθείαν στο σπίτι των Παπανικολάου. Ήταν παρατημένο και σκοτεινό. Τα παράθυρα ήταν όλα σπασμένα, πολλά κεραμίδια της στέγης είχαν πέσει και ο μεγάλος πεύκος που δέσποζε παλιά στην αυλή του σπιτιού ήταν πεσμένος πάνω στο σπίτι. Εγώ κάθισα στη γωνία και άναψα κι άλλο ένα, κι άλλο ένα ενώ θυμόμουν το σπίτι στην παραγωγική του εποχή. Τότε που η μπλε μπογιά στα παντζούρια ήταν ακόμα φρέσκια και ανέμελα έπαιζα με τον φίλο μου. Αποφάσισα να μην κάψω κι άλλο σπίρτο δεν ήξερα που θα μπορούσε να μου χρειαστεί. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι και συνέχισα τη διαδρομή μου στο σκοτάδι...
Τέλος
Παναγιώτης Μπέσης, Γ3
Συνέχεια της ιστορίας...
Συνέχεια της ιστορίας...
Είχα μείνει ακίνητος απέναντι στη βιτρίνα του μαγαζιού. Κοιτούσα μέσα από τα θολωμένα τζάμια τον εσωτερικό χώρο όπου είχαν δημιουργηθεί οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις. Δεν ξεχνώ τη ζεστή ατμόσφαιρα, τη μυρωδιά των γλυκών που σου έσπαγε τη μύτη, ακόμα κι αν βρισκόσουν 100 μέτρα μακριά, τον κυρ Βασίλη με το μαύρο μουστάκι, που έκανε τους καλύτερους λουκουμάδες σε όλη την Αθήνα. Αλλά αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι η χαρακτηριστική μυρωδιά της κανέλας που γέμιζε τα ρουθούνια μου ακόμη και αυτή τη στιγμή.
Καθώς, λοιπόν, ήμουν καθηλωμένος και αναπολούσα όμορφες ημέρες που είχα ζήσει και ατελείωτες γλυκιές γεύσεις, ξάφνου άκουσα κάποιους μεθυσμένους -το πιο πιθανό Γερμανούς- να πλησιάζουν στο σημείο όπου βρισκόμουν. Συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο της κατάστασης, βάδισα γοργά προς την πίσω πόρτα του κτιρίου ελπίζοντας πως θα τη βρω ανοιχτή, ώστε να χωθώ σε μια τρύπα, για να προστατευτώ. Δυστυχώς όλα ήταν σφραγισμένα και κλειδωμένα. Δεν ήξερα τι να κάνω! Οι σκιές των κατακτητών φάνταζαν ολο ένα και περισσότερο πιο απλωμένες και πιο μαύρες.
Είχαν μείνει μόνο λίγα λεπτά, μέχρι να φτάσουν σε εμένα. Κυριευμένος από τον φόβο μου περπατούσα με μικρά βήματα προς τα πίσω και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα δίπλα στους γεμάτους κάδους απορριμάτων. Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα. Σταμάτησα όμως απότομα, διότι ένιωσα ένα τσίμπημα – μούδιασμα στο δεξί μου πόδι. Το έπιασα απαλά πιστεύοντας ότι θα ανακουφιστώ, αλλά όταν το ακούμπησα ένιωσα κάτι υγρό. Πλησίασα σε ένα μικρό λαμπιόνι που έφεγγε αμυδρά και τότε είδα το αίμα να κυλάει ασταμάτητα προς το έδαφος. Προσπαθούσα να σκίσω λίγο ύφασμα από το πουλόβερ μου, για να το τυλίξω γύρω από την πληγή, όταν άκουσα τις διαπεραστικές φωνές των εχθρών. Σήκωσα το κεφάλι μου αιφνιδιασμένος. Βρίσκονταν σε απόσταση 20 μέτρων, το φως ήταν ελάχιστο και αχνό. Ο φόβος και η αγωνία με είχαν κατακυριέψει. Περισσότερο φοβόμουν τα όπλα τους με τα οποία αφαιρούσαν καθημερινά ζωές και σκεφτόμουν μήπως ήρθε και η σειρά μου. Μην έχοντας δυνάμεις, για να απομακρυνθώ, σύρθηκα πίσω από ένα σωρό από τούβλα και μπάζα. Η καρδιά μου είχε σταματήσει, η ανάσα κομμένη. Δεν προλάβαινα ούτε καν να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Ήταν μία ομάδα με τους Γερμανούς μπροστά να μυρίζουν αλκοόλ και τους Ιταλούς από πίσω τους πιο συγκρατημένους. Περνούσαν όλοι μπροστά μου, χωρίς να με πάρουν είδηση. Άρχισα να με νιώθω, πάλι. Την τελευταία στιγμή όμως ένας στρατιώτης Ιταλός που βάδιζε μαζί με τους υπόλοιπους προς το τέλος της γραμμής, γλίστρησε πάνω στην κυλίδα με τα αίματα που είχε σχηματιστεί. Καθώς οι υπόλοιποι δεν κατάλαβαν τίποτα, ακολούθησε το αιματοβαμένο μονοπάτι που είχα δημιουργήσει και με εντόπισε.
Λίγο πριν ακούσω το τουφέκι να οπλίζεται και να μου ρίχνει τη χαριστική βολή, κάτι με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Ξαφνιάτηκα. Γονάτισε δίπλα μου και με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν ζεστό και η όψη του ήρεμη. Μου μίλησε τόσο σιγά και στη γλώσσα του, οπότε δεν κατάλαβα τίποτα. Οι δυνάμεις μου πλέον με εγκατέλειπαν. Τα δύο χέρια του κινούνταν τόσο γρήγορα που τα έβλεπα θολά. Το ένα χέρι έπιασε ένα καθαρό πανί και λίγο νερό, ενώ το άλλο μου χάιδευε απαλά τα μαλλιά.
Στο μεταξύ, μέσα στην παραζάλη της στιγμής, αναρωτιόμουν για τον λόγο για τον οποίο μου συμπεριφερόταν με αυτό τον τρόπο. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο, όταν οι προπορευόμενοι τον φώναξαν, να προσποιείται πως δεν είχε συμβεί τίποτα και ότι σπεύδει κοντά τους αμέσως. Έτσι, αφού σιγουρεύτηκε ότι ήμουν καλά και ότι μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου, με χαιρέτησε και συνέχισε την πορεία του μαζί τους.
Ένιωθα ότι ήμουν ο πιο καλότυχος άνθρωπος στον κόσμο. Και, καθώς ήμουν πλέον λιγότερο -έως καθόλου- αγχωμένος, σκεφτόμουν τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους θηρία για τους άλλους, ενώ όλοι έχουν μέσα τους αποθέματα καλοσύνης και περίσσευμα ανθρωπιάς. Πόσο ανόητο πράγμα είναι ο πόλεμος και πόσο απάνθρωπο να βλέπει κανείς τον άνθρωπο να καταστρέφει τη ζωή και ό,τι δημιούργησε!
Κάκου Ραφαέλα
4ο Γυμνάσιο Ιωαννίνων
Τάξη: ΄Γ Γυμνασίου
Τμήμα: Γ3
ΔΙΑΒΑΖΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ (σελ.98)
Τουλάχιστον γνωρίζω που βρίσκομαι. Αν προχωρήσω λίγα μέτρα παρακάτω θα βρω το μαγαζί της κ. Σοφίας, φίλης της μαμάς μου, η οποία είναι μοδίστρα, και θα της ζητήσω βοήθεια. Προχωρώ, αλλά δεν βρίσκω πουθενά το μαγαζί. Να το. Τα τζάμια είναι καλυμμένα με χαρτόκουτα. Το σκοτάδι δεν με βοηθάει να βρω την είσοδο. Ένα μικρό φωτάκι μπορώ να διακρίνω. Το πατάω ,αλλά τίποτα. Δεν ακούγεται κανένας ήχος. Ερημία… Δεν πρέπει όμως να φοβηθώ ούτε το σκοτάδι αλλά ούτε τους Γερμανούς.
Ακούω ένα θόρυβο από αυτοκίνητο. Είναι οι Γερμανοί! Πρέπει να κρυφτώ. Ευτυχώς δεν έρχονται προς το μέρος μου. Μπαίνουν με τα όπλα μέσα σε ένα μαγαζί. Μιλούν δυνατά, μάλλον απειλητικά. Κάτι ψάχνουν. Βγαίνουν από το μαγαζί με έναν ηλικιωμένο άντρα. Ακούω να τους λέει με τρεμάμενη φωνή ότι δεν έχει κρυμμένους Εβραίους. Τον σπρώχνουν με ακουμπισμένο το όπλο στην πλάτη του και τον οδηγούν στο αυτοκίνητο.
Τα πόδια μου τρέμουν ούτε ανάσα δεν παίρνω μέχρι που βλέπω το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. Πάλι επικρατεί νεκρική σιγή…
ΤΟΤΣΙΚΑ ΑΘΗΝΑ ,Γ3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.